Γλωσσάρι (Α)

Αβάκα (επίρρ.) Συνεταιρικά (π.χ. το καλοκαίρι δύο ή τρεις κτηνοτρόφοι ένωναν τα κοπάδια τους για να μειώσουν το κόστος, έκαναν αβάκα)
Αβάντα (η) Βοήθεια, υποστήριξη (σχετ. αβανταδόρος)
Αβαρία (η) Υποχώρηση, ζημιά, βλάβη
Αβασκαίνω (ρ.) Ματιάζω
Άβγαλτος (επ.) Απονήρευτος, αθώος
Αβγαταίνω και αβγατίζω (ρ.) Προσθέτω, συμπληρώνω, αυξάνω, πληθαίνω
Αβέρτα (επίρ.) Γεναιόδωρα, συνέχεια, ασταμάτητα
Αβραϊά (η) Βραγιά, πρασιά
Αβρόχι (το) Κυνηγετικό σύνεργο για τη σύλληψη πουλιών ή μικρών ζώων
Αγάνι (το) α.Το μουστάκι του σταχυού των σιτηρών β.Το κόκκαλο ψαριού
Άγανο (το) βλ.λ. Αγάνι
Αγγειά (τα) Οικιακά μαγειρικά σκεύη
Άγγονας (ο) Εγγόνι
Αγιάζι (το) Κρύος αέρας, τσουχτερό κρύο
Αγίνωτος (επ.) Άγουρος
Αγκίδα (η) Πολύ μικρό σουβλερό κομμάτι ξύλου
Αγκλίτσα (η) Ραβδί τσοπάνη. Λέγεται και γκλίτσα ή γκλούτσα
Αγκούσα (η) Δύσπνοια. Αρρώστια των προβάτων γνωστή ως βρογχοκήλη
Αγκούτσα (η) Αυτό που έχει σχήμα μπαστουνιού
Αγκυλώνω (ρ.) Καρφώνω, τρυπώ, τραυματίζω με σουβλερό αντικείμενο
Αγκωνάρι (το) Πέτρα μεγάλου μεγέθους που τοποθετείται στη γωνία του τοίχου
Αγκωνή (η) Γωνία (κάτσε στην αγκωνή σου)
Αγλέουρας (ο) Μεγάλη ποσότητα φαγητού (έφαγε τον αγλέουρα)
Αγναντεύω (ρ.) Κοιτάζω απέναντι, παρατηρώ από κάποια απόσταση
Αγουνιώμαι (ρ.) Αγωνίζομαι, παλεύω
Αγροικάω (ρ.) Εννοώ, καταλαβαίνω
Αγύριστος (ο) Διάβολος, ο όξω από εδώ (πήγαινε στον αγύριστο)
Αγώι (το) Η αμοιβή του αγωγιάτη, κόμιστρο (το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη)
Αδειά (η) Ευκαιρία
Αδελφομοίρι (το) Το μερίδιο κάθε αδελφού από την πατρική περιουσία
Αδράχνω (ρ.) Αρπάζω κάτι με τη βία
Αδράχτι (το) Ξύλινη βέργα που στην άκρη του κάτω μέρους της συγκρατούσε το σφοντύλι, που βοηθούσε στο στρίψιμο για την παρασκευή του νήματος
Αζαπος (επ.) Αυτός που δεν γίνεται ζάφτι, ο λυτός (επί ζώων)
Ακουρμαίνομαι (ρ.) Ακούω με προσοχή, ακροάζομαι, αφουγκραίνομαι
Άκριτος (επ.) Αμίλητος, βουβός
Αλαμπουρνέζικα (τα) Ακατανόητα λόγια
Αλάνταβος (επ.) Απρόσεκτος, αδέξιος Βλ.λ. λάνταβος
Αλάργα (επίρ.) Μακριά
Αλαργεύω (ρ.) Φεύγω μακριά, ξεμακραίνω
Αλαφιάζομαι (ρ.) Φοβάμαι, τρομάζω, λαχταράω
Αλαφρός (επ.) Ελαφρός. Μτφ. μωρός, χαζούτσικος
Αλειψό (το) Ψωμί που ζυμώθηκε χωρίς προζύμι βλ. λ. Λειψανέβατο
Αλεμούρια (επίρ.) Το πέταγμα των κερμάτων ψηλά από τον πατέρα στη βάφτιση του παιδιού του για να τα πάρουν τα παιδιά που του ανακοίνωσαν το όνομα του παιδιού
Αλιά (επιφ.) Αλίμονο
Αλιμούρα (η) Ανεμοστρόβιλος. Μτφ. ανεξέλεγκτη κατάσταση
Αλισβερίσι (το) Δοσοληψία, συναλλαγή
Αλισίβα (η) Βρασμένη στάχτη, που το νερό της χρησίμευε για την παρασκευή διαφόρων γλυκισμάτων, αλλά και για το πλύσιμο των ρούχων
Αλλαξιά (η) Πλήρης στολή ρούχων
Αλμπάνης (ο) Πεταλωτής ζώων
Αλόρθα (επίρ.) Όρθια
Αλυσίβα (η) Νερό βρασμένο με στάχτη για λούσιμο και για το πλύσιμο ρούχων. Χρησιμοποιούνταν επίσης για την παρασκευή γλυκισμάτων
Αλυχτάω (ρ.) Γαυγίζω
Αλωνάρης (ο) Ο Ιούλιος, ο μήνας που αλώνιζαν παλιά τα σιτάρια
Αμάκα (η) Με έξοδα άλλων, δωρεάν
Αμαλαϊά (η) Βοσκότοπος με πολύ χορτάρι, που δεν έχει βοσκηθεί. Τα υπολείμ-ματα (μαλλιά, κόκκαλα) από ένα ζώο που χάθηκε (ψόφησε ή το έφαγαν)
Αμάλλιαγος (επ.) Αυτός που δεν έχει μαλλιά. Μτφ. Αυτός που δεν ανδρώθηκε
Αμανάτι (το) Παρακαταθήκη, ενέχυρο, υποθήκη
Αμασχάλη (η) Μασχάλη
Αμελέτητα (τα) Οι όρχεις των αρσενικών σφαγίων
Αμολάω (ρ.) Αφήνω (το σκοινί του χαρταετού), ξεδένω τα ζώα
Αμπάριζα (η) Παιδικό παιχνίδι (παίρνω αμπάριζα και βγαίνω)
Άμπλας (ο) Πηγή νερού
Αμπούκα (η) Μάγουλο
Ανάβρα (η) Πηγή κρύου νερού
Αναγούλα (η) Τάση για εμετό
Αναδεύω (ρ.) Κινώ, ανακινώ, ανακατεύω
Ανάμερα (επίρ.) Παράμερα, πιο πέρα
Αναμεράω (ρ.) Παραμερίζω, κάθομαι στην άκρη
Αναπιάνω (ρ.) Βάζω προζύμι για να ζυμώσω
Ανάργια (επίρ.) Αραιά (περπατείς ανάργια ανάργια σαν την πάπια στα λιβάδια)
Αναφακάς (ο) Τύχη (π.χ. αυτός είχε αναφακά, σε περίπτωση που του συμβεί κάποιο καλό)
Αναφταώνω (ρ.) Λαχταρίζω κάποιον, τον φοβίζω
Αναχαράζω (ρ.) Αρχίζω να γεννάω (λέγεται για τις κότες)
Ανέμη (η) Ξύλινο εργαλείο για το τύλιγμα του νήματος σε αλυσίδια ή κουβάρια
Ανταμ’κός (επ.) Αυτός που κατέχεται από κοινού με κάποιον άλλο (ανταμ’κό γουμάρ’ λύκος το τρώει)
Αντάμα (επίρ.) Μαζί
Αντεργιώμαι (ρ.) Ντρέπομαι, διστάζω
Αντί (το) Κυλινδρικό ξύλο, εξάρτημα του αργαλειού, όπου τυλίγεται το υφασμένο πανί
Αντράλα (η) Ίλιγγος, ζαλάδα, σκοτούρα
Αντραλίζομαι (ρ.) Ζαλίζομαι
Αντριάς (ο) Ο Νοέμβρης, ο μήνας που γιορτάζει ο Αγιος Αντρέας
Ανυδριά (η) Ξηρασία
Ανώι (το) Ο επάνω όροφος
Αξαίνω (ρ.) Μεγαλώνω
Αξάλη (η) Ξύλινο ραβδί περί τα δύο μέτρα μήκος, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι ζευγολάτες για να κεντρίζουν τα βόδια, όταν όργωναν. Λέγεται και βουκέντρα. Φράση «δυο αξάλες ήλιος ακόμα (για να βασιλέψει)
Αξιάδα (η) Αξιωσύνη, ικανότητα
Απαγάλια (επίρ.) Αγάλια, σιγά σιγά
Απαγκιάζω (ρ.) Καταφεύγω σε απάγκιο (βλ. λ.)
Απάγκιο (το) Απάνεμο μέρος, όπου δεν φυσάει
Απαντοχή (η) Ελπίδα, προσμονή
Απιθώνω  (ρ.) Τοποθετώ κάτι πρόχειρα
Απίστομα (επίρ.) Μπρούμυτα
Αποκούμπι (το) Στήριγμα
Απόλυκα (ρ.) Απόλυσα
Απορρίχνω (ρ.) Αποβάλλω (επί εγκύων γυναικών και ζώων)
Αποσταίνω (ρ.) Κουράζομαι
Αποσταμάρα (η) Κούραση, εξάντληση
Αραβίδα (η) Παλιό κυνηγετικό όπλο που χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για τους λύκους
Αράδα (η) Σειρά, γραμμή
Αραδιάζω (ρ.) Τοποθετώ στην αράδα, στη σειρά
Αραλίκι (το) Τεμπελιά
Αραμπάς (ο) Παλιό ξύλινο κάρο (αραμπάς περνά, σκόνη γίνεται)
Αρβάνι (το) Γρήγορο βάδισμα αλόγου. Μτφ. γρήγορα
Αρίδα (η) Η κνήμη του ποδιού (να απλώσω λίγο την αρίδα, να ξεκουραστώ)
Αρκάτος (επ.) Μοναχικός
Αρλούμπα (η) Χαζομάρα, ανοησία
Αρμαθιά και αρμάθα (η) Σύνολο από ίδια πράγματα (αρμαθιά από κλειδιά)
Αρμακάς (ο) Σωρός από πέτρες
Αρνάδα (η) Θηλυκό αρνί
Αρχίτερα (επίρ.) Πρωτύτερα (ας γίνει μια ώρα αρχίτερα)
Αστάρι (το  Φόδρα στο εσωτερικό των ρούχων. Το πρώτο χέρι βαφής
Αστοχάω (ρ.) Λησμονώ, ξεχνώ
Αστρέχα (η) Το κενό μεταξύ του τοίχου και της σκεπής, που προεξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού
Ατζιάκ (επίρ.) Ακριβώς
Ατσαϊά (επίρ.) Έτσι δα
Ατσαλιά (η) Ακαταστασία, χωρίς τάξη και καθαριότητα
Αυγατίζω (ρ) Αυξάνω
Αφάντιασμα (το) Φάντασμα
Αφουγκραίνομαι/ζομαι (ρ.) Κρυφακούω
Αχαΐρευτος (επ.) Αυτός που δεν κάνει χαΐρι (βλ.λ.), προκοπή, ο ανεπρόκοπος
Αχαμνά (επίρ.) Δύσθυμα, άσχημα, όχι καλά (μου έρχεται αχαμνά) Αχαμνά (ουσ.) Όρχεις
Αχαμνός (επ.) Άσχημος, αδύνατος, καχεκτικός, ισχνός
Αχούρι (το) Στάβλος. Μτφ. Το ακατάστατο δωμάτιο ή σπίτι
Αχυρώνας (ο) Αποθήκη όπου φυλάσσεται το άχυρο και ο σανός
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων