Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1945. Όλοι οι λαοί αισθάνθηκαν ανακούφιση και αμέσως άρχισαν τις προσπάθειες αναστήλωσης και επούλωσης των πληγών τους. Για την Ελλάδα όμως τα δεινά δεν τελείωσαν. Ακολούθησε ο εμφύλιος σπαραγμός που συντάραξε τις τοπικές κοινωνίες. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, την ώρα που δεν είχαν επουλωθεί οι πληγές από τον πόλεμο. Ήταν μακρύς, πολύνεκρος και καταστροφικός. Διαταράχτηκε η κοινωνική συνοχή μεταξύ των κατοίκων. Ο ένας στράφηκε κατά του άλλου. Ο γείτονας πολεμούσε το γείτονα και ο αδελφός τον αδελφό. Είναι η περίοδος για την οποία όσοι την έζησαν λένε και εύχονται «να μην έλθουν ποτέ τέτοιες μέρες».Ο πόλεμος άρχισε το 1946 (31 Μαρτίου) και έληξε με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού το καλοκαίρι του 1949 (30 Αυγούστου) και την έξοδο πολλών ανταρτών στις γειτονικές κομμουνιστικές χώρες. Η επίθεση από ομάδα ανταρτών στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαρτίου 1946 (ημέρα γενικών εκλογών) αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη του πολέμου.Είχαν προηγηθεί τα Δεκεμβριανά του 1944 στην Αθήνα. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση, διεξήχθη σκληρός αγώνας για την κατάληψη της εξουσίας ανάμεσα στη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, η οποία επανήλθε από το Κάιρο και στον ΕΛΑΣ. Οι κυβερνητικές δυνάμεις με τη βοήθεια των Άγγλων κατάφεραν να επικρατήσουν. Ακολούθησε η Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και είχε σαν αποτέλεσμα την παράδοση του οπλισμού των ανταρτών. Βέβαια, είχαν προηγηθεί εμφύλιες συρράξεις και νωρίτερα στη διάρκεια της κατοχής μεταξύ των αντίπαλων αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ (π.χ. Οκτώβριος και Νοέμβριος 1943, Δεκέμβριος 1944) χωρίς όμως ιδιαίτερες επιπτώσεις για τα χωριά της περιοχής.
Με την έναρξη του πολέμου το Περιβόλι, με το προσωνύμιο «μικρή Μόσχα», βρέθηκε στη δίνη των καταστροφικών εξελίξεων.Δύο γεγονότα κυρίως συγκλόνισαν τη μικρή κοινωνία του χωριού κατά την περίοδο αυτή. Το ένα συνέβη το καλοκαίρι του 1946 με πρωταγωνιστές τη γνωστή ομάδα των Βουρλάκηδων. Η ομάδα αυτή με επικεφαλής τον Κώστα Βουρλάκη από την Μοσχοκαρυά Φθιώτιδας έδρασε σαν παρακρατική ομάδα στην επαρχία Δομοκού και γενικά στη Φθιώτιδα από το 1945. Στις 8 Ιουλίου 1946 μια ομάδα Βουρλάκηδων εισήλθαν στο Περιβόλι. Φαίνεται ότι σκοπός τους ήταν η εκδίκηση της δολοφονίας των χωροφυλάκων, που είχαν σκοτωθεί λίγες ημέρες νωρίτερα στα όρια Ασβέστη – Μακρυρράχης κοντά στη θέση «Δραμπάλα» από τους αντάρτες. Οι Βουρλάκηδες μόλις έφτασαν κύκλωσαν το χωριό και ζήτησαν να μαζευτούν όλοι οι άνδρες στο σχολείο. Τους έκλεισαν μέσα και μετά τους άφηναν έναν έναν να φύγουν. Όμως καθώς έφευγαν τους ξυλοκοπούσαν με παλούκια. Πολλοί έφυγαν με σπασμένα χέρια ή πόδια και μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα της Χωροφυλακής, που κατέφθασε στο μεταξύ, στο νοσοκομείο Λαμίας για νοσηλεία. Δύο χωριανοί έχασαν τη ζωή τους την ημέρα εκείνη. Ο Κωνσταντίνος Ιω.Μπομπούλας μεταφέρθηκε στο σπίτι του πάνω σε κουβέρτα, όπου υπέκυψε στα τραύματά του. Ο Δημήτριος Γ.Δασκαλόπουλος, αφού κακοποιήθηκε, εκτελέστηκε με όπλο.
Το δεύτερο γεγονός συνέβη το καλοκαίρι του 1947. Οι αντάρτες συνέλαβαν δεκαέξι κατοίκους με την κατηγορία, η οποία δεν αποδείχτηκε ποτέ, ότι διέθεταν ασύρματο εγκατεστημένο στον νερόμυλο του χωριού και μετέδιδαν στον εθνικό στρατό πληροφορίες για τις κινήσεις και τις δραστηριότητες των ανταρτών στην περιοχή μας. Επίσης η μοναδική γυναίκα που συνελήφθη κατηγορήθηκε ότι λειτουργούσε ως αγγελιοφόρος του εθνικού στρατού. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο στρατηγείο των ανταρτών, που βρισκόταν στην περιοχή της Βουλγάρας, πάνω από το χωριό Λακρέσι (σημερινός Βαθύλακκος Καρδίτσας), όπου και υποβλήθηκαν σε ανακρίσεις και σκληρά βασανιστήρια. Τέσσερις από αυτούς, οι Κούτρας Αθανάσιος του Σταύρου, Μανώλη Σοφία του Αθανασίου, Ποντικόπουλος Κωνσταντίνος του Νικολάου και Χαρδαλιάς Νικόλαος του Κωνσταντίνου αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν στις 8 Αυγούστου 1947. Οι εκτελεσθέντες είναι οι εξής : Καρόζος Κωνσταντίνος του Ιωάννη, Κουτσιαύτης Ηλίας του Δημητρίου, Κυριαζής Νικόλαος του Κωνσταντίνου, Μανιώτης Δημήτριος του Γεωργίου, Μαντά Βασιλική του Ιωάννη (σύζυγος του Κωνσταντίνου Ν.Κούρτη), Μαντάς Νικόλαος του Ιωάννη, Πάνος Δημήτριος του Κωνσταντίνου, Πασιονίκος Κωνσταντίνος του Στυλιανού, Σαμαράς Αθανάσιος του Κωνσταντίνου, Σβούκας Χρήστος του Κωνσταντίνου, Σκαλιστήρας Αθανάσιος του Κωνσταντίνου και Χρυσούλα Τσιούλου-Τσιρίγκα σύζυγος Στυλιανού. Η είδηση της εκτέλεσης, που ανακοινώθηκε με τον τηλεβόα από το καμπαναριό της εκκλησίας, έπεσε σαν κεραυνός στο χωριό. Ο θρήνος των συγγενών και φίλων αντηχούσε απ’ άκρου σ’ άκρο στο χωριό.
Αξίζει να αναφερθεί ένα ακόμα περιστατικό. Την άνοιξη του 1947 οι αντάρτες συνέλαβαν κοντά στη θέση «22» του εθνικού δρόμου Λαμίας-Δομοκού τρεις χωροφύλακες. Τους μετέφεραν στο Περιβόλι και τους εκτέλεσαν στη θέση «Κουτσόβρυση». Οι κάτοικοι με προτροπή του Δημητρίου Δάβαλου και άλλων χωριανών, τους έθαψαν εκεί κοντά και περιέφραξαν το μέρος. Μάλιστα πήγε και ο παπάς και διάβασε τρισάγιο. Αυτή η ενέργεια έσωσε το χωριό από τα χειρότερα, διότι λίγες μέρες αργότερα πήγε στο χωριό τμήμα του εθνικού στρατού. Ο επικεφαλής αξιωματικός μάζεψε τους κατοίκους στο σχολείο και μαζί πήγαν στον τόπο της ταφής. Όταν είδε τον τόπο περιφραγμένο και με σταυρό τους είπε ότι αυτό έσωσε το χωριό. Διότι αν τους έβρισκε εκτεθειμένους ήταν διατεθειμένος να προβεί σε αντίποινα.
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας για να αυξήσει τον αριθμό των μαχητών και για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον εθνικό στρατό προέβη σε αναγκαστική στρατολόγηση νέων ανδρών και γυναικών από 18 ετών και άνω, κυρίως κατά τα έτη 1947 και 1948. Αυτό συνέβη και στο Περιβόλι. Αντάρτες εισέβαλλαν βραδινές ή νυκτερινές ώρες σε σπίτια που είχαν νέους σε ηλικίες στράτευσης και τους έπαιρναν μαζί τους χωρίς τη θέλησή τους.
Το φθινόπωρο του 1948 πάρθηκε η απόφαση από την κυβέρνηση να εκκενωθούν τα χωριά και οι κάτοικοι να μεταφερθούν στις πλησιέστερες πόλεις. Το στρατηγικό αυτό σχέδιο είχε ως σκοπό να αποκοπούν οι αντάρτες από τις πηγές ανεφοδιασμού. Για τη μετακίνηση στον Δομοκό ή στη Λαμία (κάθε οικογένεια μπορούσε να διαλέξει προορισμό) διατέθηκαν φορτηγά αυτοκίνητα του στρατού, στα οποία φορτώθηκαν τα πιο απαραίτητα αντικείμενα του νοικοκυριού και επιβιβάστηκαν και οι άνθρωποι. Οι πιο πολλοί προτίμησαν να πάνε στη Λαμία. Στις 16 Νοεμβρίου 1948 το χωριό άδειασε, ερήμωσε. Έμειναν μόνο τα σπίτια χωρίς τους ενοίκους τους. Μεταφέρθηκαν αρχικά στην περιοχή Ξηριώτισα στα νοτιοανατολικά της Λαμίας. Εκεί εγκαταστάθηκαν σε σκηνές. Φυσικά οι συνθήκες δεν ήταν καλές δεδομένου ότι πλησίαζε ο χειμώνας με τις βροχές και τα κρύα. Εκτός από τη μεταφορά των οικοσκευών έπρεπε να μεταφερθούν και τα κοπάδια με τα ζώα. Τότε υπήρχαν πολλά και μεγάλα κοπάδια από αιγοπρόβατα, γελάδια, γουρούνια και άλογα. Έμειναν οι άντρες πίσω για να μεταφέρουν τα ζώα πεζοπορώντας για ημέρες, όσες χρειάστηκαν για να καλυφτούν τα περίπου 50 χιλιόμετρα. Στη Λαμία μαζεύτηκαν πολλά κοπάδια και ήταν δύσκολο να συντηρηθούν. Τα ζώα πουλήθηκαν σε ζωέμπορους σε πολύ χαμηλές τιμές για να καταλήξουν στα κρεοπωλεία. Έτσι χάθηκε πολύτιμο παραγωγικό κεφάλαιο της αγροτικής οικονομίας.
Στο μεταξύ ετοιμάστηκαν άλλοι χώροι στέγασης για τους πρόσφυγες στη συνοικία Γαλανέικα. Οι κατοικίες αυτές έμοιαζαν με τεράστια βαρέλια και ονομάζονταν «τολ». Σε καθένα από αυτά εγκαταστάθηκαν αρκετές οικογένειες. Οι συνθήκες καλυτέρευσαν λίγο, αλλά πάλι υπήρχαν προβλήματα λόγω του συνωστισμού. Εκεί έμειναν για περίπου ένα έτος. Ο πόλεμος τελείωσε στα τέλη του Αυγούστου 1949, αλλά έπρεπε να περάσουν άλλοι επτά μήνες για να επιστρέψουν στο χωριό. Στις 28 Μαρτίου 1950 το Περιβόλι ξαναζωντάνεψε και πάλι. Οι άνθρωποι βρέθηκαν μπροστά σε εικόνα εγκατάλειψης. Οι δρόμοι και οι αυλές είχαν γεμίσει χορτάρια, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν χαλασμένα, τα χωράφια είχαν γίνει μπαΐρια. Ρίχτηκαν αμέσως στη δουλειά. Συμμάζεψαν τα σπίτια τους και καλλιέργησαν τη γη με πολύ κόπο και προσπάθεια. Άνοιξε και το σχολείο. Χρειάστηκε χρόνος για να τακτοποιήσουν όλες τις εκκρεμότητες και να βάλουν τη ζωή τους σε μια σειρά, όπως και πρώτα. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε καταστροφικός για τη χώρα και άφησε πολλές πληγές πίσω του. Οι ανθρώπινες απώλειες (νεκροί και τραυματίες) για τη χώρα γενικά, αλλά και για το χωριό ειδικά, ήταν τεράστιες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τον τριετή εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) καταγράφηκαν για το Περιβόλι σχεδόν επταπλάσιες ανθρώπινες απώλειες σε σχέση με την περίοδο 1940-1944 (ελληνοϊταλικός πόλεμος και γερμανοϊταλική κατοχή).
Εκτός από τις τεράστιες ανθρώπινες απώλειες, σημαντικές ήταν και οι ζημιές στο παραγωγικό δυναμικό και το ζωικό κεφάλαιο της οικονομίας. Υπήρξε μεγάλη μείωση της παραγωγής και κατά συνέπεια απώλεια εισοδήματος από την υπολειτουργία των παραγωγικών μονάδων και την ελλιπή καλλιέργεια της γης. Ο εκπατρισμός μεγάλου αριθμού ατόμων σε παραγωγική ηλικία, που κατέφυγαν στις λεγόμενες ανατολικές χώρες μετά τη λήξη του πολέμου, στέρησε τη χώρα από εργατικά χέρια. Αρκετοί Περιβολιώτες κατέφυγαν κυρίως στην Πολωνία και στην τότε Σοβιετική Ένωση. Πολλοί από αυτούς επέστρεψαν αργότερα μετά από χρόνια στην Ελλάδα. Μετά το τέλος του πολέμου ακολούθησε διωγμός των ηττηθέντων με φυλακίσεις και εξορίες σε ξερονήσια. Το χειρότερο ίσως όλων των συνεπειών ήταν η έξαψη των παθών και το μίσος που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις, το οποίο διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια.
Για να δείτε τον πίνακα με τους Περιβολιώτες που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου 1946-49 πατήστε εδώ.