Μετά την επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μεγάλες περιοχές με ελληνικό πληθυσμό παρέμειναν ακόμα υπόδουλες στους Οθωμανούς και στέναζαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Εξακολουθούσαν να ζουν κάτω από δυσβάστακτες καταπιέσεις και δεινά. Αυτή η κατάσταση αύξανε τον πόθο για ελευθερία και το μίσος κατά των δυναστών. Ανέμεναν δε την κατάλληλη ώρα να πάρουν τα όπλα και να ξεσηκωθούν.Από την άλλη μεριά όσοι κατοικούσαν στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα δεν λησμόνησαν όλους εκείνους που ζούσαν ακόμα στη σκλαβιά και την καταπίεση. Ήλπιζαν ότι θα έλθει σύντομα η ώρα να ελευθερωθούν όλοι οι Έλληνες και να εκπληρωθεί η Μεγάλη Ιδέα της δημιουργίας ενός μεγάλου σύγχρονου ελληνικού κράτους.Μια τέτοια ευκαιρία θεωρήθηκε ότι αποτέλεσε ο Ρωσοτουρκικός ή Κριμαϊκός, όπως είναι γνωστός, πόλεμος (1853-55). Οι σκλαβωμένοι υποκινούμενοι και από παράγοντες της ελεύθερης Ελλάδας πίστεψαν ότι μπορούν να αποτινάξουν το ζυγό. Ο τσάρος Νικόλαος Α΄ έθεσε εαυτόν προστάτη των υποδούλων στους Τούρκους χριστιανών. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τους Έλληνες δεν ήταν πραγματικό. Αυτό φαίνεται καθαρά, όταν το Φεβρουάριου του 1853 έλεγε στον Άγγλο πρεσβευτή στην Πετρούπολη Seymour: «Δεν επιθυμώ την Ελλάδα μεγάλη ή την επανίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θα επιθυμούσα να φονευθεί καλύτερα και ο τελευταίος Ρώσος στρατιώτης παρά να επιτρέψω την εδαφική επέκταση της Ελλάδας». Ευνοούσε τα κατά καιρούς επαναστατικά κινήματα για να προκαλούν φθορά στην Τουρκία.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν κήρυξε επίσημα τον πόλεμο προς την Τουρκία. Βοηθούσε όμως αναφανδόν και με ποικίλους τρόπους τους επαναστάτες (αγορά όπλων, ορισμός γενικού αρχηγού του αγώνα, στρατολογία εθελοντών, διαβίβαση πληροφοριών, εξεύρεση οικονομικών πόρων κλπ.).Η επανάσταση ξεκίνησε στην Ήπειρο αρχές Ιανουαρίου 1854. Στη Θεσσαλία το ξεκίνημα έγινε στα Άγραφα περί τα μέσα Ιανουαρίου με τον οπλαρχηγό Δημήτριο Τσιγαρίδα. Σταδιακά ενεπλάκησαν και άλλες περιοχές στην επανάσταση όχι μόνο κατά μήκος των συνόρων (Δομοκός, Φάρσαλα, Αλμυρός, Βόλος) αλλά και βορειότερα (Λάρισα, Τρίκαλα). Οι πρώτες επιτυχίες σκόρπισαν ενθουσιασμό στις τάξεις των επαναστατημένων. Παράλληλα μεγάλος αριθμός εθελοντών με επικεφαλής παλαίμαχους στρατιωτικούς, όπως οι στρατηγοί Κίτσος Τζαβέλλας και Θοδωράκης Γρίβας, ο υποστράτηγος Ιωάννης Ράγκος και ο συνταγματάρχης Σωτήρης Στράτος πέρασαν τα σύνορα και εισήλθαν στο Οθωμανικό. Οι πιο ονομαστοί και σημαντικοί οπλαρχηγοί που εισήλθαν στη Θεσσαλία ήταν ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο οποίος κατέληξε στα Γρεβενά, όπου κήρυξε την επανάσταση και ο υπασπιστής του Οθωνα υποστράτηγος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Ο Θεόδωρος Ζιάκας ευρισκόμενος στο Καστρί Φθιώτιδας στις 20 Φεβρουαρίου 1854 πέρασε τα σύνορα και στρατοπέδευσε στην Καΐτσα, που είχε ελευθερωθεί, όπως και τα γειτονικά χωριά. Την επομένη κινήθηκε προς τη Δρανίστα για να συναντηθεί με τον Γεώργιο Καταραχιά. Ο Καταραχιάς εισήλθε στο οθωμανικό έδαφος στις 16 Φεβρουαρίου από τον Ασβέστη και εκδίωξε την ολιγομελή φρουρά στην Καΐτσα. Οι χριστιανοί κάτοικοι των παραμεθορίων χωριών κήρυτταν διαδοχικά την επανάσταση υποκινούμενοι από τους εθελοντές, που έρχονταν από την ελεύθερη Ελλάδα.
Στην περιοχή Δομοκού ύστερα από μάχες που συνήψαν οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Δυοβουνιώτης, Ιωάννης Καραχάλιος, Π.Διστομίτης και Αναγνώστης Ζητουνιάτης απελευθερώθηκαν όλα τα χωριά πλην της Ομβριακής.Οι επαναστάτες διαρκώς αυξάνονται και τίθενται στη διάθεση ικανών αρχηγών. Σκοπεύουν μετά ταύτα στην κατάληψη μεγάλων πόλεων (Δομοκός, Λουτρό, Τρίκαλα, Φάρσαλα, Αλμυρός, Βόλος Καρδίτσα κλπ.), όπου είχαν καταφύγει οι Οθωμανοί εκδιωχθέντες από την ύπαιθρο.Η πολιορκία του Δομοκού αποτέλεσε αντικειμενικό στόχο των επαναστατών, διότι θα άνοιγε το δρόμο προς την πεδινή Θεσσαλία. Η πολιορκία άρχισε στις 23 Μαρτίου από τους οπλαρχηγούς Καλαμάρα, Ευάγγελο Μήτσου Κοντογιάννη, Ευάγγελο Μπαλατσό, Δυοβουνιώτη, Χορμόβα και Σαφάκα. Ο Καλαμάρας κατέλαβε το χωριό Ομβριακή και οι 500 Αρβανίτες κάτοικοι κατέφυγαν στο Δομοκό. Ο Κοντογιάννης στρατοπέδευσε στο κοντινό χωριό Σκάρμιτσα και ο Μπαλατσός στο Πουρνάρι. Μέσα στο Δομοκό, του οποίου την άμυνα ανέλαβαν 1800 περίπου Τουρκαλβανοί, κατοικούσαν 600 οθωμανικές και λίγες χριστιανικές οικογένειες. Από τις 28 Μαρτίου, οπότε άρχισε να περισφίγγεται ο κλοιός, μέχρι τις 4 Απριλίου διεξήχθησαν αψιμαχίες αλλά και διαπραγματεύσεις για την παράδοση, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Στις 5 Απριλίου στην πολιορκία προστέθηκαν και άλλοι μαχητές. Ο Ιωάννης Φαρμάκης με 200 άνδρες και ο Γιουρούκος με 300 Κορινθίους και Μανιάτες κατέφθασαν στην Ομβριακή. Οι οπλαρχηγοί Κασβίκης και Πλαστήρας με 400 Λιδωρικιώτες και Ευρυτάνες κατέλαβαν τη ΝΔ πλευρά του Δομοκού. Στα ανατολικά κοντά στα χωριά Βούζι και Γερακλί κατέφθασαν οι Νάκος Πανουργιάς και Αναγνώστης Ζητουνιάτης με 1.000 άνδρες. Στις 13 Απριλίου κατέφθασαν άλλοι 1.000 επαναστάτες υπό την ηγεσία των Παπακώστα Τζαμάλα και Σαφάκα προερχόμενοι από τον Πλάτανο Αλμυρού και στρατοπέδευσαν στα ΝΑ σε απόσταση μιας ώρας από το Δομοκό.
Στις 14 Απριλίου διεξήχθη στη Σκάρμιτσα σφοδρή και πολύωρη μάχη, η οποία ουσιαστικά έκρινε και την πολιορκία του Δομοκού. Αναμετρήθηκαν 1.100 επαναστάτες υπό τον Ευάγγελο Κοντογιάννη και 4.200 Τούρκοι και Αλβανοί υπό τους Ζεϊνέλ πασά και Νουρεντίν πασά. Το τουρκικό στράτευμα ερχόταν από την Καρδίτσα με σκοπό να σπάσει τον κλοιό και να συνδράμει τους πολιορκούμενους στο Δομοκό. Έξω από τη Σκάρμιτσα όμως βρέθηκε αντιμέτωπο με το ελληνικό τμήμα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με αλλεπάλληλα γιουρούσια να απωθήσουν τους Έλληνες, που τους έκλειναν το δρόμο. Ύστερα από πολύωρη (διήρκεσε μέχρι τις 10 μ.μ.) και πολύνεκρη (σκοτώθηκαν 200-300 Τούρκοι και 20 Έλληνες) μάχη οι αντίπαλοι κράτησαν τις θέσεις τους. Ωστόσο κατά τα μεσάνυχτα ο Ευάγγελος Κοντογιάννης αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να υποχωρήσει. Οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή, διότι διαπίστωσε έλλειψη πολεμοφοδίων και τροφών, κόπωση των ανδρών του καθώς και εγκατάλειψη άλλων οπλαρχηγών γύρω από το Δομοκό. Πράγματι, όλοι οι υπόλοιποι επαναστάτες είχαν υποχωρήσει προς τη μεθόριο. Άλλοι κατευθύνθηκαν προς Νταουκλί, άλλοι προς Δερελί, άλλοι προς Καΐτσα και άλλοι προς το Ζαπάντι. Οι υπόλοιποι πλην του Κοντογιάννη οπλαρχηγοί έλυσαν την πολιορκία και εγκατέλειψαν τις θέσεις, επειδή θεώρησαν ότι το σώμα του Κοντογιάννη καταστράφηκε κατά τη μάχη. Επίσης διαδόθηκε η φήμη ότι ο Ζεϊνέλ πασάς θα κατεδίωκε τους Έλληνες ακόμα και μέσα στο ελληνικό έδαφος. Όμως ο πασάς αφού ενίσχυσε τη φρουρά του Δομοκού κατευθύνθηκε προς τα Τρίκαλα.
Έτσι έληξε ανεπιτυχώς η πολιορκία του Δομοκού. Εκ των υστέρων εκτιμάται ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί η εκπόρθηση του Δομοκού αν υπήρχαν κάποιες προϋποθέσεις, όπως σύμπνοια μεταξύ των επαναστατών, γενικό επιχειρησιακό σχέδιο, γενικός αρχηγός όλων των μαχητών, κατάλληλες θέσεις γύρω από την πόλη, περισσότερα πολεμικά μέσα και τρόφιμα κλπ. Παρά ταύτα φάνηκε καθαρά η αγωνιστικότητα και η θέληση των επαναστατών για την επίτευξη του σκοπού τους.Η αποτυχία κατάληψης του Δομοκού τους γέμισε με απογοήτευση. Ωστόσο, δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν τον αγώνα σε άλλες περιοχές. Το μεγαλύτερο (δυστυχώς και το τελευταίο) επίτευγμα της επανάστασης του 1854 υπήρξε η περιφανής νίκη στις μάχες που διεξήχθησαν στις 9 και 10 Μαΐου 1854 κοντά στην Καλαμπάκα. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος βρισκόταν στην Καλαμπάκα επικεφαλής των τμημάτων των οπλαρχηγών Γ.Καταραχιά, Ν.Λεωτσάκου, Δημάκη και άλλων. Στις 4 Μαΐου κατέφθασαν τμήματα Μακεδόνων μαχητών υπό τους Αθ.Βλαχάβα, Καραγεώργο, Ζαχείλα κ.ά. Στις 7 Μαΐου εξάλλου κατέφθασαν στην Καλαμπάκα τμήματα Πελοποννησίων με τους οπλαρχηγούς Πετροπουλάκη, Πλαπούτα, Γιουρούκο κ.ά.
Στις 19 Μαΐου οι επαναστάτες, 3.000 συνολικά μαχητές, αντιπαρατέθηκαν με διπλάσια δύναμη Τούρκων υπό τους Σελήμ πασά και Ισμαήλ Φράσαρη. Τελικά οι Έλληνες υπερίσχυσαν των Τούρκων και τους έφεραν σε δεινή θέση. Την επομένη ημέρα οι Τούρκοι απελπισμένοι και υπό βροχή κατευθύνθηκαν μέσα από τις γραμμές των αντιπάλων προς τα Τρίκαλα. Οι περισσότεροι φονεύτηκαν ή πνίγηκαν στον ποταμό Σαλαμπριάν και μόνο ο Σελήμ πασάς με ελάχιστους στρατιώτες έφτασαν στον προορισμό τους.Η τελική έκβαση της επανάστασης δεν ήταν η αναμενόμενη, παρά τις σπουδαίες επιτυχίες σε αρκετά πεδία των μαχών. Και τούτο, διότι το διεθνές διπλωματικό κλίμα ήταν αρνητικό. Με άλλα λόγια οι ελληνικές επιδιώξεις ήταν αντίθετες με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στη συγκεκριμένη περίσταση. Από τη μία μεριά, ο Τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Α΄ είχε επεκτατικές βλέψεις προς το νότο (έξοδο στα Στενά και το Αιγαίο). Από την άλλη μεριά, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, ήταν φυσικά αντίθετες στις επεκτατικές βλέψεις των Ρώσων. Έτσι υιοθετώντας το δόγμα «της ακεραιότητας της Τουρκίας», τέθηκαν παρά το πλευρό των Οθωμανών και κατά των Ελλήνων. Η στάση αυτή εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Και το συμφέρον τους ήταν να ηττηθεί η Ρωσία κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο της Κριμαίας (1853-55), όπως και έγινε, ώστε να μη μπορέσει να έχει έξοδο στα Στενά και στο Αιγαίο. Γι’ αυτό εν προκειμένω υποστήριξαν την Τουρκία και ζήτησαν από την Ελλάδα ουδετερότητα.
Επειδή δεν εισακούστηκαν, επέβαλαν στην Ελλάδα αρχικά ναυτικό αποκλεισμό με έλεγχο και κατάσχεση πλοίων και σε δεύτερη φάση πραγματοποίησαν απόβαση και κατοχή στον Πειραιά. Αυτό συνέβη την Παρασκευή 14 Μαΐου 1854 και ώρα 5 μ.μ. Στη συνέχεια επέβαλαν νέα κυβέρνηση, γνωστή ως «Υπουργείο Κατοχής», με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η νέα κυβέρνηση απέσυρε την υποστήριξη της Ελλάδας από τους επαναστάτες με αποτέλεσμα τη σταδιακή παύση του αγώνα και την υποχώρηση των εθελοντών στο ελληνικό έδαφος. Μετά την τελευταία μάχη περί την Καλαμπάκα και τα Μετέωρα ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος υποχωρώντας εξέδωσε την τελευταία ημερησία διαταγή στην οποία αναφέρει: «Στρατιώται, αποσυρόμεθα του αγώνος κύπτοντες εις τας ακαταμαχήτους περιστάσεις. Αλλ’ η γη των πατέρων μας, ο τόπος της γεννήσσεώς μας είναι δίκαια απαράγραπτα διά παντός. Αν προς καιρόν υποχωρούμεν, δεν λησμονούμεν… αποθέτομεν τα όπλα ευέλπιδες ότι οι δυνατοί της γης θέλουσιν εννοήσει».