Λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας το 1881 η Ελλάδα ενεπλάκη σε πόλεμο με την Τουρκία. Πρόκειται για τον «ατυχή», όπως ονομάστηκε, πόλεμο του 1897, ο οποίος λίγο έλειψε να καταστρέψει ό,τι με πολλές θυσίες κατακτήθηκε μέχρι τότε. Αιτία του πολέμου αυτού ήταν η αποστολή στρατού από την Ελλάδα στην Κρήτη για στήριξη των επαναστατών. Στην Αθήνα επικρατούσε ένα φιλοπόλεμο πνεύμα. Η Εθνική Εταιρία από τις 7 Φεβρουαρίου είχε αποφασίσει να συγκροτήσει ανταρτικά τμήματα για να τα στείλει στη Θεσσαλία. Στις 15 Μαρτίου ο αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος αναχώρησε εσπευσμένα για τη Λάρισα. Σκοπός των Τούρκων ήταν η κατάληψη τμημάτων του ελληνικού εδάφους, ώστε να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να αποσυρθεί από την Κρήτη.Ο ελληνικός στρατός της Θεσσαλίας στα τέλη Μαρτίου υπολογιζόταν σε 42.000 άνδρες, 600 ιππείς και 96 πυροβόλα. Ο τουρκικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Ετέμ πασά και επιτελάρχη τον Σεφκέτ πασά υπολογιζόταν σε 62.000 άνδρες, 1.300 ιππείς και 204 πυροβόλα.Η αφορμή δόθηκε στις 27 και 28 Μαρτίου 1897, όταν 3.000 ένοπλοι της Εθνικής Εταιρίας εισέβαλαν στη Μακεδονία. Δύο ημέρες αργότερα δέχτηκαν επίθεση τουρκικών τμημάτων και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, διότι χαρακτηρίστηκε ανειλικρινής πράξη. Ταυτόχρονα έδωσε στην Τουρκία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.
Στις 5 Απριλίου 1897 η Πύλη ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή τη διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων και την κήρυξη πολέμου. Αψιμαχίες όμως είχαν ξεκινήσει μία δύο ημέρες πριν από την επίσημη κήρυξη του πολέμου στις περιοχές Νεζερού Λάρισας, Μελούνας-Γριτζόβαλι και Ρεβενίου-Ζάρκου.Μετά τις μάχες των πρώτων ημερών τα ελληνικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τη νύχτα της 11ης προς 12η Απριλίου προς τη Λάρισα με αταξία, σύγχυση και πανικό. Στις 12 Απριλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Τύρναβο και στις 13 Απριλίου τη Λάρισα. Ήταν φανερό πως η κατάσταση του ελληνικού στρατού δεν ήταν καλή τόσο από άποψη ικανότητας των αξιωματικών όσο και από άποψη ηθικού και πειθαρχίας. Για το θέμα αυτό ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνηση το πρωί της 12ης Απριλίου ευρισκόμενος στη Λάρισα. Ο πρωθυπουργός Θ.Δηλιγιάννης του τηλεγράφησε να ενεργήσει κατά την κρίση του και αν χρειάζονταν να υποχωρήσει προς τα Φάρσαλα. Η υποχώρηση έγινε με αταξία και σύγχυση και στις 13 Απριλίου ο στρατός έφτασε στα Φάρσαλα εγκαταλείποντας σημαντικές ποσότητες πολεμικού υλικού.Στις 14 Απριλίου ο Κωνσταντίνος Σμολένσκης με την ταξιαρχία του κινήθηκε προς το Βελεστίνο για να προστατέψει τον Βόλο και τη σιδηροδρομική γραμμή προς Φάρσαλα. Για δέκα περίπου ημέρες διεξήχθησαν αλλεπάλληλες μάχες κοντά στο Βελεστίνο. Τελικά οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Βόλο στις 26 Απριλίου.Στις 15 Απριλίου η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη.Στις 23 Απριλίου οι ελληνικές προφυλακές δέχτηκαν επίθεση στα Φάρσαλα, όπου διεξήχθη άνιση μάχη αφού το μεγαλύτερο μέρος του πεζικού και του πυροβολικού ουσιαστικά δεν έλαβαν μέρος από έλλειψη πραγματικής διοίκησης. Έτσι το πρωί της 24ης Απριλίου διατάχτηκε υποχώρηση προς τον Δομοκό. Ήταν η τελευταία ελπίδα άμυνας λόγω του οχυρού των θέσεων.
Η σημαντικότερη ίσως μάχη του πολέμου διεξήχθη στην επαρχία Δομοκού στις 5 Μαΐου <ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ>. Η έκταση του μετώπου ήταν μεγάλη και απλωνόταν από το Πετρωτό μέχρι τους Βελεσιώτες. Στη μάχη πήρε μέρος και ένα τμήμα Ιταλών φιλελλήνων με το όνομα Γαριβαλδινοί. Μεταξύ άλλων σκοτώθηκε και ο βουλευτής Antonio Fratti. Επίσης σκοτώθηκαν και οι αξιωματικοί Παναγιώτης Βασιλειάδης, λοχαγός από τη Χαλκίδα, Περικλής Αναστ.Βαρατάσης, λοχαγός από τη Χαλκίδα, Γεώργιος Π.Μαυρομιχάλης, ανθυπίλαρχος από την Καλαμάτα και Χρήστος Φωτιάδης, ανθυπολοχαγός. Ο ελληνικός στρατός δυστυχώς δεν κατάφερε να αμυνθεί και να κρατήσει τις θέσεις του παρά το γεγονός ότι η περιοχή ήταν φύση οχυρή. Το βράδυ ο αρχιστράτηγος τηλεγράφησε στην κυβέρνηση τονίζοντας την ανάγκη για υποχώρηση. Το ίδιο βράδυ άρχισε η υποχώρηση και πάλι με αταξία προς τη Δερβέν Φούρκα (σημερινό Καλαμάκι). Έτσι οι Τούρκοι συνέχισαν ανενόχλητοι την προέλασή τους. Φυσικά πέρασαν και από το Περιβόλι Το απόγευμα της 6ης Μαΐου τα ελληνικά τμήματα δέχτηκαν επίθεση από τις εμπροσθοφυλακές των Τούρκων. Επακολούθησε πανικός, αταξία, αποσύνθεση και φυγή προς τη Λαμία. Η τελευταία ουσιαστικά μάχη διεξήχθη την 7η Μαΐου στη θέση «καμηλόβρυση». Εδώ σκοτώθηκε μεταξύ άλλων ο λοχαγός Αθανάσιος Παναγ.Τσαλ-τάκης από το Ζοριάνο Φθιωτιδοφωκίδος. Η υποχώρηση συνεχίστηκε μέχρι το χωριό Ταράτσα Λαμίας, όπου υπήρξαν αψιμαχίες.
Στο σημείο αυτό παρενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και προσωπικά ο τσάρος της Ρωσίας στον Σουλτάνο και σταμάτησε η τουρκική προέλαση. Το πρωτόκολλο ανακωχής υπογράφτηκε στην Ταράτσα στις 8 Μαΐου. Στη συνέχεια άρχισαν διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη και στις 6/18 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει 4.000.000 τουρκικές λίρες για αποζημίωση, αλλά κράτησε τη Θεσσαλία.Το ελληνικό κράτος βρέθηκε ανέτοιμο και από πολιτικής και από στρατιωτικής πλευράς για ένα τέτοιο πόλεμο. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα ύστερα και από την πτώχευση του 1893. Η κατάσταση του στρατού ήταν πολύ κακή. Τα στελέχη του πεζικού γενικά ήταν ανεκπαίδευτα και ανίκανα, πλην εξαιρέσεων. Ο οπλισμός επίσης ήταν παλαιός, όχι σύγχρονος (τα όπλα ήταν τύπου γκρα). Είναι χαρακτηριστική η φράση του Χαρίλαου Τρικούπη στη Βουλή λίγα χρόνια νωρίτερα: «Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη». Αντίθετα ο τουρκικός στρατός υπερτερούσε τόσο αριθμητικά όσο και από άποψη εκπαίδευσης και οπλισμού. Αυτή είναι η κύρια αιτία της ήττας.
Ένα σημαντικό αρνητικό αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η επιβολή διεθνούς ελέγχου στα οικονομικά της Ελλάδας από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.). Από το 1893, όταν πτώχευσε η Ελλάδα, όλες οι προσπάθειες συμβιβασμού με τους ξένους δανειστές απέτυχαν. Και τούτο γιατί οι ξένοι ζητούσαν κάποια μορφή ελέγχου στα οικονομικά, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να αποφύγουν μια τέτοια παρέμβαση. Η ήττα όμως στον ελληνοτουρκικό πόλεμο έδωσε την αναμενόμενη ευκαιρία. Μάλιστα κάποιοι μελετητές της εποχής συσχέτισαν τον οικονομικό έλεγχο με τα αίτια του πολέμου. Θεώρησαν ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας το αποτέλεσμα, εξώθησε στον πόλεμο την μεν Ελλάδα έμμεσα, τη δε Τουρκία άμεσα. Φυσικά επωφελήθηκαν και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Ο οικονομικός έλεγχος ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα στις Δυνάμεις σαν ανταμοιβή για την μεσολάβησή τους να σταματήσει η προέλαση των Τούρκων, να εκκενωθεί η Θεσσαλία από τα τουρκικά στρατεύματα και να εγγυηθούν το δάνειο για τις πολεμικές αποζημιώσεις.Τον Οκτώβριο του 1897 έφτασαν στην Αθήνα οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων για τη σύνταξη του νόμου, με βάση τον οποίο θα εγκαθιδρυόταν και θα λειτουργούσε ο έλεγχος. Οι εργασίες της επιτροπής διήρκεσαν τρεις μήνες και ο νόμος (με αριθμό ΒΦΙΘ΄) ψηφίστηκε από την ελληνική βουλή στις 21 Φεβρουαρίου 1898. Η επίσημη ονομασία του φορέα που ανέλαβε τη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας αρχικά ήταν Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Το έργο της άρχισε στις 28 Απριλίου 1898. Μετά από ένα χρόνο και για λόγους προφανείς η ονομασία έγινε Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.).Η κατάσταση αυτή ήταν κάτι παρόμοιο με τη σημερινή κατάσταση με τα μνημόνια και την τρόικα. Η Δ.Ο.Ε. είχε την εποπτεία των δημοσίων υπηρεσιών. Οι προσλήψεις, μεταθέσεις, προαγωγές και απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων εγκρίνονταν από τη Δ.Ο.Ε. Όλα αυτά αποτέλεσαν αφορμή για επανειλημμένες διενέξεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις.