Η απόφαση για την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος εντάσσεται στη γενικότερη λογική της εποχής εκείνης. Το ελληνικό κράτος απασχολήθηκε από νωρίς με τις αποξηράνσεις λιμνών και ελών με σκοπό την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής. Το 1852 έγινε ειδικός νόμος για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, ενώ άλλοι ανάλογοι νόμοι ψηφίστηκαν το 1867 (Ν.ΣΚΘ΄) και το 1915 (Ν.550). Η οικονομική στενότητα δεν επέτρεψε ώστε τα έργα να προχωρήσουν με γρήγορους ρυθμούς.Τρεις βασικοί λόγοι οδήγησαν στην απόφαση για την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος. Ο ένας ήταν η ελονοσία που μάστιζε τον πληθυσμό από τα πολυπληθή κοπάδια κουνουπιών και η έλλειψη την εποχή εκείνη φαρμάκων για την καταπολέμηση της ασθένειας. Με την αποξήρανση θα εξέλιπαν τα κουνούπια. Ένας δεύτερος λόγος ήταν η αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και η βελτίωση του εισοδήματος και κατ’ επέκταση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων, ιδιαίτερα των ακτημόνων. Ενας τρίτος λόγος ήταν ότι τον χειμώνα, όταν υπερχείλιζε η λίμνη εξαιτίας των βροχών και του χιονιού, προκαλούνταν πλημμύρες σε περιοχές της Θεσσαλίας, κυρίως στις Σοφάδες.Το 1887 εκπονήθηκε μία πλήρης μελέτη για την αποξήρανση από τον αρχιμηχανικό της Γαλλικής Αποστολής Cottcland.Το 1908 υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του μηχανικού Ιωάννη Ισιγόνη, η οποία όμως δεν ενεργοποιήθηκε.Το 1917 το Υπουργείο Συγκοινωνίας ανέθεσε στον μηχανικό Κλεώνυμο Στυλιανίδη να εξετάσει τη δυνατότητα αποξήρανσης. Εκείνος υπέβαλε έκθεση με την οποία  πρότεινε τον συνδυασμό αποξήρανσης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με κατασκευή μονάδας στην Εκκάρα, η οποία θα αξιοποιούσε την υψομετρική διαφορά. Η πρόταση απορρίφτηκε.Το 1920 έγιναν διαπραγματεύσεις με την Τράπεζα Βιομηχανίας στη βάση της Έκθεσης Στυλιανίδη, στην οποία ήταν τεχνικός σύμβουλος. Ωστόσο τα γεγονότα δεν επέτρεψαν τη λήψη αποφάσεων.Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και η είσοδος στην Ελλάδα 1.500.000 προσφύγων και η ανάγκη εγκατάστασης αυτών, έκανε επιτακτική την εξεύρεση γαιών. Στα πλαίσια αυτά αποφασίστηκε η αποξήρανση λιμνών ή ελών σε ολόκληρη τη χώρα.Στις 21 Δεκεμβρίου 1925 υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ της ελληνικής Κυβέρνησης και του Λουδοβίκου Κ.Κανζούχ. Η σύμβαση αυτή πέρασε από χίλια κύματα. Αιτία οι κυβερνητικές αλλαγές (που τότε συνέβαιναν τακτικά), οι οποίες οδηγούσαν σε επανεξέταση του θέματος, τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης και παράταση της εκκρεμότητας. Οι πολιτικοί για τους δικούς τους λόγους είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη σύμβαση και επηρέαζαν ανάλογα και τους πολίτες. Αντίθετος με την υπογραφή της σύμβασης ήταν ο Νικόλαος Βελέντζας, υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Στις 30 Ιουλίου 1927 πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στον Δομοκό κατά της σύμβασης. Στα τέλη του 1927 ιδρύθηκε ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Ξυνιάδος από αγρότες των παραλίμνιων χωριών με σκοπό την ανάληψη των έργων αποξήρανσης και εκμετάλλευσης των γαιών.

Ωστόσο, κάτοικοι από δέκα τρία χωριά της επαρχίας Δομοκού, παραλίμνια αλλά και του κάμπου, απέστειλαν τον Σεπτέμβριο του 1927 αναφορές προς την Κυβερνητική Επιτροπή, με τις οποίες συμφωνούσαν με τις τροποποιήσεις της σύμβασης και παρακαλούσαν για την επίσπευση της έναρξης των εργασιών.Μία τέτοια αναφορά εστάλη και από κατοίκους του Δερελί με ημερομηνία 7 Σεπτεμβρίου 1927, την οποία υπογράφει ο Πρόεδρος Ν.Κυριαζής και άλλοι 103 κάτοικοι. Το κείμενο της αναφοράς έχει ως ακολούθως: «Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι κάτοικοι του χωρίου Δερελή παρακαλούμεν ευσεβάστως όπως ληφθή υπ’ όψιν, ότι κατόπιν της τροποποιήσεως της συμβάσεως της αποξηράνσεως της λίμνης Ξυνιάδος, αύτη είναι ωφελιμωτάτη και ευεργετικωτάτη διά πάντας ημάς και παρακαλούμεν όπως επισπευσθεί ή εκτέλεσις των άνω έργων».Ανάλογο περιεχόμενο είχαν και οι αναφορές των άλλων χωριών. Η πιο μακροσκελής και χαρακτηριστική είναι η αναφορά των κατοίκων της Κάτω Αγόριανης. Μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Επί τω ακούσματι της αποξηράνσεως της λίμνης Ξυνιάδος και της διοχετεύσεως του ύδατος αυτής μέσω του χωρίου και των αγρών ημών ησθάνθημεν τόσην χαράν οίαν δεν ησθάνθησαν προπάτορές μας, όταν κατά το 1821 ηλευθερώθησαν από  τους προαιωνίους εχθρούς μας και πανηγυρίσαμεν τοιαύτην πανήγυριν, οίαν ουδέποτε. Και τούτο διότι οι αγροί ημών θα γίνουν ποτιστικοί και ασφαλώς θα χορτάσωμεν ψωμί και θα κατασκευάσωμεν και κατοικίας λιθοκτίστους απαλλασσόμενοι των καλυβών… Διά ταύτα Σας καθικετεύομεν όπως αρχίσει η αποξήρανσις της λίμνης Ξυνιάδος ει δυνατόν από 1ης Οκτωβρίου ε.ε….».Οι κάτοικοι της Σκάρμιτσας (Θαυμακού) μεταξύ άλλων αναφέρουν: «…καθόσον εις το πρόσωπον αυτού (Κανζούχ) συγκεντρούμεν όλας τας ελπίδας της γεωργικής μας σωτηρίας… και παρακαλούμεν να αρχίσει η αποξήρανσις ει δυνατόν από 1ης Οκτωβρίου…».Τελικά, στις 20 Μαΐου 1929 υπογράφτηκε νέα σύμβαση μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και του Λουδοβίκου Κανζούχ με τροποποιήσεις προς το καλύτερο για το κράτος σε σχέση με την προηγούμενη σύμβαση. Κυρώθηκε δε με τον νόμο 4194/1929 (ΦΕΚ 229Α΄/1929).Μετά την υπογραφή της σύμβασης ο Κανζούχ ίδρυσε την εταιρία «Λ.Κανζούχ και Σία Ε.Ε.» με τον τίτλο «Επιχειρήσεις Ξυνιάδος». Πρώτη ενέργεια η αναζήτηση χρηματοδότησης. Η Τράπεζα Βιομηχανίας και η οικονομικοτεχνική εταιρία «Προμηθεύς» αρνήθηκαν. Η Εθνική Τράπεζα χορήγησε δάνειο. Έτσι η εταιρία άρχισε κάποια έργα στη λίμνη. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 14 Ιουνίου 1931 με την παρουσία πολλών επισήμων από την Αθήνα και τη Λαμία. Για διαφόρους λόγους (ανακριβείς οικονομικοτεχνικές μελέτες, τεχνικές δυσκολίες, οικονομική κρίση 1931-32) τα έργα ουσιαστικά διακόπηκαν. Η εταιρία κηρύχτηκε έκπτωτη.

Το 1936 έγιναν διαπραγματεύσεις με την Εθνική Τράπεζα που κατέληξαν σε συμφωνία. Έτσι, το φθινόπωρο του 1936 εγκαταστάθηκαν συνεργεία κοντά στον Σ.Σ. ΑΓΓΕΙΑΙ. Τον Μάρτιο του 1939 η εταιρία μετατράπηκε σε ανώνυμη με τίτλο «Γεωργική Εταιρία Ξυνιάς Α.Ε.» και με κύριο μέτοχο την Εθνική Τράπεζα. Η νέα εταιρία έγινε εύρωστη, απέκτησε οικονομική επιφάνεια και απέκτησε νέα μηχανήματα. Ο ρυθμός εκτέλεσης των έργων άλλαξε θεαματικά τον Ιούλιο του 1939 με την εγκατάσταση ειδικού σκαπτικού μηχανήματος, της αναρροφητικής βυθοκόρου. Η βυθοκόρος «Ξυνιάς», όπως ονομάστηκε, γνωστή και ως «δράγα», μήκους 26 μέτρων και πλάτους 6 μέτρων κατασκευάστηκε στον Πειραιά και συναρμολογήθηκε επί τόπου στη λίμνη.Τον Οκτώβριο του 1940 με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου τα έργα σταμάτησαν και πολλοί εργαζόμενοι στρατεύτηκαν. Ξανάρχισαν πάλι το 1941. Η πρώτη φάση αποξήρανσης έληξε το 1942 όταν έφυγαν όλα τα νερά. Επειδή η εταιρία δεν είχε ολοκληρώσει τα αποστραγγιστικά και τα αντιπλημμυρικά έργα η λίμνη σχηματίστηκε εν μέρει και πάλι. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε κεντρική τάφρος μήκους 10 περίπου χιλιομέτρων και κάθετες τάφροι ανά 250 μέτρα. Όταν περί το 1950-51 ολοκληρώθηκαν όλα τα τεχνικά έργα η λίμνη αποξηράνθηκε ολοκληρωτικά και οριστικά.