| Χαβαλές (ο) Πλάκα, αστείο, πείραγμα |
| Χαβάνι (το) Μπρούτζινο γουδί |
| Χαβάς (ο) Επίμονη και πεισματάρικη συμπεριφορά (π.χ. εκεί, το χαβά του αυτός) |
| Χάβδα (επίρ.) Στάση του σώματος, περπάτημα με ανοιχτά σκέλη |
| Χαϊάτι (το) Χαγιάτι, υπόστεγο, στέγαστρο ανοιχτό |
| Χαϊβάνι (το) α.Μικρό και αθώο παιδί β.Αγαθός, άκακος, αφελής |
| Χαϊμαλί (το) Μικρή υφασματένια θήκη με φυλακτά κρεμασμένη στο λαιμό |
| Χαΐρι (το) Προκοπή, πρόοδος Αχαΐρευτος (επ.) αυτός που δεν κάνει προκοπή, ο ανεπρόκοπος |
| Χαλέπιτο (το) Ερειπωμένο σπίτι |
| Χαλεύω (ρ.) Ζητώ, ψάχνω, γυρεύω |
| Χαλιάς (ο) Σωρός από μικρές πέτρες |
| Χαμάλης (ο) Αχθοφόρος |
| Χάμου (επίρ.) Κάτω |
| Χαμπέρι (το) Είδηση, νέο |
| Χαμχούιας (ο) Υποτιμητικός χαρακτηρισμός |
| Χανάς (ο) Βλάκας Μτφ. υποτιμητικός χαρακτηρισμός |
| Χαράμι (το) Τζάμπα, ανώφελα, μάταια (π.χ. χαράμι τρως το φαΐ) |
| Χαραμοφάης (ο) Αυτός που τρώει τζάμπα, ο ανεπρόκοπος |
| Χασμούσια (τα) Φαγώσιμα, κυρίως καραμελλοειδή που δίνονται σε παιδιά |
| Χατήλι (το) Το σημείο όπου ενώνεται η στέγη σπιτιού με τον τοίχο |
| Χάφτω (ρ.) α.Αρπάζω κάτι με το στόμα (π.χ. χάφτω μύγες) β.Πιστεύω κάτι χωρίς να το ελέγξω (π.χ. τόχαψες αυτό;) |
| Χαψιά (η) Μπουκιά |
| Χινόπωρο (το) Φθινόπωρο |
| Χλαπακιάζω (ρ.) Τρώω γρήγορα, λαίμαργα, με μεγάλες μπουκιές |
| Χλιάρι (το) Κουτάλι Χλιάρα (η) Κουτάλα Χλιαρολόγος (ο) Κουταλοθήκη Χλιαριά (η) Ποσότητα φαγητού ενός χλιαριού Χλιάρας (ο) Μπουνταλάς |
| Χλίψα (η) Γκρίνια |
| Χλωρασιά (η) Πρασινάδα Χλωίζω (ρ.) Πρασινίζω |
| Χνέρι (το) Χουνέρι, πάθημα, προσβολή, ρεζιλίκι (π.χ. έπαθα μεγάλο χουνέρι) |
| Χόβολη (η) Κάρβουνα με στάχτη |
| Χολιάζω (ρ.) Πικραίνομαι, στεναχωριέμαι |
| Χούι (το) Συνήθεια Χουϊλής (ο) Αυτός που έχει χούια |
| Χουϊάζω (ρ.) Φωνάζω δυνατά |
| Χούμα (το) Χώμα |
| Χούνη (η) Στενό μέρος ανάμεσα σε δύο λόφους ή βουνά |
| Χουσμέτι (το) Εξυπηρέτηση, βοήθεια, θέλημα |
| Χούφταλο (το) Άνθρωπος ανήμπορος, συνήθως γέροντας |
| Χουχουτάω (ρ.) Φωνάζω δυνατά και παρατεταμένα |
| Χράμι (το) Στρωσίδι, κιλίμι |
| Χτικιάζω (ρ.) Αρρωσταίνω από χτικιό (φυματίωση), υποφέρω πολύ Χτικιό (το) Βαριά αρρώστια, φυματίωση Χτικιάρης (ο) Άρρωστος από χτικιό |
