| Ψαρής (επ.) Το ζώο που έχει γκρίζο τρίχωμα |
| Ψαρονέφρι (το) Εκλεκτό κομμάτι κρέατος γύρω από τη σπονδυλική στήλη |
| Ψεμματούρης (ο) Αυτός που λέει πολλά ψέμματα (μάλλον αθώα) |
| Ψήλος (το) Ύψος |
| Ψήφος (ο) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας ίση με 80 στρέμματα |
| Ψωμώνω (ρ.) (για σιτηρά) Μεστώνω, βάζω «ψωμί» (ψώμωσαν τα σιτάρια) |
