| Φαγάνας (ο) Αυτός που τρώει πολύ, ο φαγανός |
| Φαγανός (επ.) Ο πολυφαγάς, αυτός που τρώει πολύ υποκ. Φαγανούτσικος |
| Φάκα (η) Ποντικοπαγίδα |
| Φαληρίζω (ρ.) Πτωχεύω, χρεοκοπώ |
| Φαλτσέτα (η) Μικρό και κοφτερό μαχαίρι για επαγγελματική χρήση |
| Φανάρι (το) Οικιακό σκεύος με σίτα γύρω γύρω, όπου τοποθετούνταν τα φαγητά για να προφυλαχτούν από τις μύγες |
| Φαντασμένος (επ.) Αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του |
| Φάπα (η) Καρπαζιά |
| Φάρα (η) Σόι, γένος |
| Φαρσί (επίρ.) Άπιαστα, πολύ καλά (μιλάει τα γαλλικά φαρσί) |
| Φασκιώνω (ρ.) Τυλίγω μωρό με πανιά Φάσκιωμα (το) Τύλιγμα του μωρού με πανιά Φασκιά (η) Πανί για το τύλιγμα του μωρού |
| Φάσσα (η) Είδος πουλιού |
| Φιδιάζομαι (ρ.) Τσιμπιέμαι από φίδι |
| Φιλεύω (ρ.) Προσφέρω φαγητό σε επισκέπτη |
| Φιλί (το) Φελί, κομμάτι από κάτι φαγώσιμο (ένα φιλί από πεπόνι) |
| Φίσκα (επίρ.) Γεμάτο μέχρι πάνω |
| Φκέντρα (η) Βουκέντρα (βλ.λ.) |
| Φκιασιά (η) Φτιαξιά, σωματική διάπλαση, κατασκευή |
| Φκούλα (η) και Φκούλι (το) Γεωργικό εργαλείο, ξύλινο ή μεταλλικό, για τη φόρτωση ή τακτοποίηση του άχυρου ή ξερών χόρτων |
| Φλαστερό (το) Η σφραγίδα που αποτυπώνεται στα πρόσφορα |
| Φλιτουράω και Φλιτράω (ρ.) α.Πετάω, φτερουγίζω β.Λαχταράω, επιθυμώ |
| Φλόκος (ο) Χοντρό μάλλινο νήμα που προεξέχει από τη βελέντζα Φλοκάτη (η) και Φλουκωτή (η) Η βελέντζα που έχει φλόκο |
| Φλομώνω (ρ.) Γεμίζω (π.χ. φλόμωσε από ψείρες) |
| Φοράδα (η) Θηλυκό άλογο |
| Φορτσάτος (επ.) Ορμητικός, βιαστικός, αυτός που έρχεται με φόρα |
| Φορτωμένη (η) Έγκυος γυναίκα |
| Φορτωτήρα (η) Μακρύ, ίσιο ξύλο που κατέληγε σε διχάλα, το οποίο χρησιμοποιείτο για το φόρτωμα ζώων |
| Φουκάλι (το) Σκούπα που γίνεται από τον θάμνο φουκαλιά για σκούπισμα εξωτερικά του σπιτιού Φουκαλίζω και Φουκαλάω (ρ.) Σκουπίζω με φουκάλι |
| Φούρκα (η) Πάσσαλος που σε διχάλα σχήματος Υ |
| Φουσκίδι (το) Φυτό που αφθονούσε στη λίμνη Ξυνιάδας. Χρησιμοποιούνταν για το στρώσιμο των μαντριών, το γέμισμα των σαμαριών κλπ. |
| Φούσκος (ο) Μπάτσος, χτύπημα (π.χ. να σου ρίξω ένα φούσκο) |
| Φτιλιές (οι) Συκοφαντίες (π.χ. μη βάζεις φυτιλιές, ζιζάνια) |
| Φτουράω (ρ.) Επαρκώ, προκόβω, αξίζω |
| Φτσέλα (η) και Φτσέλι (το) Μεγάλο σχετικά ξύλινο δοχείο, που διατηρεί το νερό δροσερό |
| Φώλος (ο) Το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά για να προσελκύσουμε τις κότες να γεννήσουν κι άλλα |
| Φωτίκια (τα) Τα δώρα του νονού προς το βαφτιστήρι Φωτικώνω (ρ.) Δίνω φωτίκια |
