| Τάβλα (η) Χαμηλό τραπέζι φαγητού, σοφράς (βλ.λ.) |
| Ταγάρι (το) α.Σάκος υφασμένος συνήθως στον αργαλειό, που κρέμεται στον ώμο, ντρουβάς (βλ.λ.) β.Σάκος για το τάισμα των ζώων, που κρέμεται στο κεφάλι τους |
| Τανάω και Τανιώμαι (ρ.) Τεντώνω/μαι Τάνυμα (το) Τέντωμα, σφίξιμο |
| Τανταρώνομαι (ρ.) Ξαπλώνω κάτω (τανταρώθηκα) |
| Ταπίστωμα (επίρ.) Μπρούμυτα |
| Ταχιά (επίρ.) Αύριο |
| Τελειώματα (τα) Η συνάντηση στο σπίτι της νύφης μελών δύο οικογενειών για την ολοκλήρωση, το τελείωμα ενός συνοικεσίου |
| Τελεύω (ρ.) Τελειώνω, κουράζομαι πολύ (τέλεψα από την κούραση) |
| Τεμπελχανάς (ο) Τεμπέλης |
| Τενιάζω (ρ.) Είμαι πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος (τένιασα, εξαντλήθηκα) |
| Τέντα ρέντα (επίρ.) Ξάπλα τελείως, φαρδιά πλατιά |
| Τετιώνω (ρ.) Κάνω κάτι γενικά και αόριστα. Χρησιμοποιούμε τη λέξη όταν δεν έχουμε πρόχειρη άλλη κατάλληλη λέξη |
| Τετράδη (η) Η ημέρα της εβδομάδας Τετάρτη |
| Τζακόπανο (το) Πανί βαμβακερό κεντητό ή κοφτό, που τοποθετείται στο περβάζι του τζακιού |
| Τζαναμπέτης (ο) Γρουσούζης |
| Τζαχείλας (ο) θηλ. τζαχείλου Αυτός που έχει μεγάλα χείλη |
| Τζερεμές (ο) (τουρκική λέξη) Ζημιά, πρόστιμο εξαιτίας σφάλματος (κοίτα μην πληρώσουμε κανένα τζερεμέ) |
| Τζέρτζελος (ο) (τουρκική λέξη) Ευχάριστη αναστάτωση |
| Τζιανός (ο) Λαιμός (θα σου στρίψω τον τζιανό) |
| Τζιμάνι (το) Γερός, δυνατός, ικανός, έξυπνος (π.χ. είσαι τζιμάνι;) |
| Τζιόρας (ο) Χοντροκέφαλος, μπουνταλάς |
| Τζίφος (ο) Χαμένος κόπος, αποτυχία (π.χ. τζίφος η δουλειά) |
| Τζίφρα (η) Υπογραφή |
| Τηράω (ρ.) Κοιτάζω (π.χ. τήρα δω) |
| Τίγκα (επίρ.) Γεμάτος, ξέχειλα |
| Τιλιγάδι (το) Εργαλείο για το μάζεμα του νήματος |
| Τόπα (η) Τόπι, μπάλα, η οποία παλιά ήταν φτιαγμένη από πανιά |
| Τουλούμι (το) Δοχείο από δέρμα ζώου στο οποίο τοποθετούνταν τυρί |
| Τουλουμιάζω (ρ.) Γεμίζω το τουλούμι |
| Τουλούμπα (η) Είδος χειροκίνητης αντλίας νερού από γεώτρηση |
| Τουλούπα (η) Ποσότητα λαναρισμένου μαλλιού για γνέσιμο στη ρόκα |
| Τουρλού-τουρλού (έκφρ.) Ποικιλία |
| Τουρλώνω (ρ.) Κάνω κάτι να προεξέχει |
| Τουρτουρίζω (ρ.) Τρέμω από το κρύο |
| Τράβα (προστ.) Πήγαινε |
| Τρακάδα (η) Στοίβα, σωρός από ξύλα τακτοποιημένα, κυρίως καυσόξυλα |
| Τράμπα (η) Ανταλλαγή πραγμάτων |
| Τραμπάλα (η) Είδος παιδικής κούνιας |
| Τρανεύω (ρ.) Μεγαλώνω Τράνεμα (το) Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρανεύω Τρανός (επ.) Μεγάλος |
| Τραπεζονιά (η) Μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, όπου πατούσαν τα σταφύλια με τα πόδια |
| Τραπέτσι (το) Πολύ ξινό |
| Τρέβλο (το) Χόρτο που τρώγεται σαν σαλάτα ή σε πίτα |
| Τρεβλός (επ.) Τραυλός |
| Τρεκλίζω (ρ.) Βαδίζω κλονισμένος, όχι σταθερά |
| Τριβόλι (το) Αγριο φυτό με αγκάθια |
| Τριέρι (το) Μηχάνημα για τον καθαρισμό του τριφυλλόσπορου από άχρηστες ουσίες. Επίσημο όνομα μηδικοδιαλογέας (μηδική=τριφύλλι) |
| Τρίμμα (το) Πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού |
| Τριότα (η) Παιδικό παιχνίδι σαν την τρίλιζα |
| Τριχιά (η) Πολύ χοντρός σπάγκος για δέσιμο ή στερέωση υλικών |
| Τριψάνα (η) Κομμάτια ψωμιού σε γάλα ή λαδερό φαγητό, παπάρα |
| Τρουβάς (ο) Ταγάρι αγροτών |
| Τρόυρα (επίρ.) Τριγύρω Τροϋρίζω (ρ.) Τριγυρίζω Τροϋερό (το) Ο κατακόρυφος στύλος στο αλώνι, όπου τα δεμένα άλογα γύριζαν γύρω γύρω και αλώνιζαν τα σιτηρά |
| Τρυγητής (ο) Ο Σεπτέμβριος |
| Τσαγαλιά (η) Αμυγδαλιά |
| Τσαγκάδα (η) Προβατίνα ή κατσίκα που απόρριξε (απέβαλε) και έχει λίγο γάλα |
| Τσαγκαδεύω (ρ.) Αποκόβω από γάλα (αρνί, κατσίκι) |
| Τσαγκαροσούφλι (το) Η βελόνα του τσαγκάρη |
| Τσαΐρι (το) Ακαλλιέργητη, χέρσα έκταση, κατάλληλη για βοσκή |
| Τσάκα τσάκα (επίρ.) Γρήγορα, αμέσως |
| Τσακίδια στα (έκφρ.) Κατάρα (πήγαινε στα τσακίδια, να τσακιστείς) |
| Τσάκνο (το) Λεπτό ξερό κλαδί (για προσάναμμα) υποκ. Τσακνάκι (το) |
| Τσαλιμάκι (το) Επιδέξια κίνηση στο χορό |
| Τσάμπ’ρο (το) Τσάμπουρο, το κοτσάνι του σταφυλιού που συγκρατεί τις ρόγες |
| Τσαμπάζης (ο) Μεταπράτης, μεσίτης |
| Τσαμπασίρια (τα) Προσωπικά είδη. Λέξη τουρκική çamaşir. Χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό |
| Τσαμπουνάω (ρ.) Ξεφουρνίζω, φλυαρώ |
| Τσαντίλα (η) Σακούλα από άσπρο αραιό ύφασμα, όπου στραγγίζουν το φρεσκοπηγμένο τυρί |
| Τσαπουρνιά (η) Είδος αγκαθωτού θάμνου Τσάπουρνο (το) Ο ακαρπός της τσαπουρνιάς |
| Τσαρδάκι (το) Πρόχειρη κατασκευή από ξύλα και βάλτο για τη δημιουργία σκιάς το καλοκαίρι, όπου σταλίζουν τα ζώα |
| Τσατάλα (η) Παιδικό παιχνίδι με ξύλινο τσατάλι και λάστιχο που πετούσε μικρές πέτρες, συνήθως για σκότωμα μικρών πουλιών |
| Τσατσάρα (η) Χτένα Τσατσαρένια (τα) Βόλια από λιωμένη πλαστική τσατσάρα |
| Τσεμπέρι (το) Μαντήλι κεφαλιού γυναικών |
| Τσέτζιλο (το) Παλιό ρούχο |
| Τσιακατίζω/μαι (ρ.) Ερεθίζω, «κουρντίζω», πειράζω κάποιον |
| Τσιακλατίζω (ρ.) Χτυπάω το περιεχόμενο αυγών για να κάνω ομελέτα Μτφρ. Διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, μαλώνω |
| Τσιακμάκι (το) α.Είδος αναπτήρα β.Ανθρωπος έξυπνος, πολύστροφος Τσιακμακάω (ρ.) Ανάβω φωτιά με τσιακμάκι Τσιακμακόπετρα (η) Μικρό εξάρτημα τσιακμακιού |
| Τσιαμπάς (ο) α.Η χαίτη των ζώων β.Η τούφα των μπροστινών μαλλιών |
| Τσιανάκι (το) α.Οικιακό σκεύος, σαν πιάτο β.Δύστροπος άνθρωπος (είναι μεγάλο τσανάκι) |
| Τσιαούλι (το) Σιαγόνι Τσιαούλου (η) Αυτή που μιλά πολύ |
| Τσιαουνάω (ρ.) Μιλάω συνέχεια |
| Τσιάρκα (η) Βόλτα, σεργιάνι |
| Τσιατ πατ (επίρ.) α.Εδώ κι εκεί β.Κάπου κάπου |
| Τσιατάλι (το) Διχάλα (εργαλείου ή δέντρου) |
| Τσιατή (η) Σκεπή, στέγη |
| Τσιατούρι (το) Μικρό τσαρδάκι, δραγασιά |
| Τσιάτρα πάτρα (επίρ.) Ετσι κι έτσι, κουτσά στραβά |
| Τσιατσιάνω (η) Κότα χωρίς φτερά στο λαιμό |
| Τσιάφη (η) Πάχνη |
| Τσιαφούτης (ο) Φαφούτης |
| Τσιάχαλο (το) Μικρό σκουπίδι (μπήκε ένα τσιάχαλο στο μάτι μου) |
| Τσιβίκι (το) Κλείστρο πόρτας |
| Τσιγαρίθρα (η) Πολύ μικρό κομμάτι χοιρινού κρέατος με λίπος, το οποίο μένει μετά το λιώσιμο του χοιρινού λίπους |
| Τσίγκανος (επ.) Αυτός που είναι δύσκολος στο φαγητό, που τρώει πολύ λίγο |
| Τσιγκλάω (ρ.) Παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, τον πειράζω |
| Τσικουλάτο (το) Αυγό άβραστο |
| Τσικρίκι (το) Εργαλείο, συσκευή χειροκίνητη για το γνέσιμο του μαλλιού |
| Τσιλιβρίθρας (ο) Μικρόσωμος, καχεκτικός |
| Τσιλίκα (η) Παιδικό παιχνίδι με ξύλα |
| Τσιμπροβίζα (η) Προβατίνα, της οποίας το βυζί έχει μικρές ρόγες |
| Τσινάω (ρ.) Αντιδρώ, δυσανασχετώ |
| Τσιοκανάω (ρ.) Χτυπώ και κάνω θόρυβο |
| Τσιοκάνι (το) Μικρό κουδούνι κρεμασμένο στο λαιμό των ζώων |
| Τσιόλι (το) πληθ. Τσιόλια Στρωσίδια, σκεπάσματα, ρούχα Μτφ. Παλιόρουχα Τσιολάζω/μαι (ρ.) Σκεπάζω/μαι με τσιόλια |
| Τσιόμαλα (τα) Μαλλιά προβάτων κατώτερης ποιότητας |
| Τσιόνι (το) Πουλί, ιδίως ο σπουργίτης |
| Τσιουγκάνι (το) πληθ. τσιουγκάνια Αγονα μέρη γεμάτα πέτρες, δυσκολοδιάβατα |
| Τσιούλος (επ.) Το πρόβατο που έχει πολύ μικρά ή κομμένα αυτιά |
| Τσιούμα (η) α.Αυγοειδής ομαλή διόγκωση του εδάφους, αλλά και καθετί που προεξέχει β.Κοίλο πέτρινο ή ξύλινο σκεύος για το στούμπισμα διαφόρων σκληρών υλικών μαγειρικής (σιτάρι) γ.Εξόγκωμα ύστερα από χτύπημα στο κεφάλι |
| Τσιουμάρι (το) Προεξοχή στο έδαφος μεγαλύτερη από την τσιούμα |
| Τσιούπρα (η) Κορίτσι, κοπέλα |
| Τσιουφλέκας (ο) Επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος |
| Τσιπωρίσιος (επ.) Μικρόσωμος, καχεκτικός |
| Τσιράκι (το) Μαθητευόμενος, βοηθός |
| Τσιρέπι (το) Κάλτσα μάλλινη |
| Τσιρινιάζω (ρ.) Μουδιάζω |
| Τσιριτζάλουλες (οι) Μη σοβαρές κουβέντες, κόλπα |
| Τσίρλα (η) Διάρροια Τσιρλιώμαι (ρ.) Εχω τσίρλα Τσιρλιάρης (ο) Αυτός που έχει τσίρλα Μτφ. Φοβητσιάρης |
| Τσιρόνι (το) Μικρό κοτόπουλο |
| Τσιροπούλι (το) Μικρό κοτόπουλο που δεν είναι ακόμα για σφάξιμο |
| Τσιτσί (το) Κρέας (στην παιδική γλώσσα) |
| Τσίτσιδος (επ.) Γυμνός Τσιτσίδι (επίρ.) Ολόγυμνα |
| Τσιτσικώνω (ρ.) Διψάω πάρα πολύ |
| Τσιτώνω (ρ.) Τεντώνω,εξάπτομαι |
| Τσίφτης (ο) θηλ. τσίφτισσα Αυτός που τα κάνει όλα τέλεια |
| Τσουγκράνα (η) Αγροτικό εργαλείο του κήπου για το ίσιασμα του χώματος |
| Τσουπωτός (επ.) Σφιχτοδεμένος |
| Τσουράπι (το) Βλ.λ Τσιρέπι Τσουραπόσκοινο (το) Το σκοινί που έδεναν το τσουράπι στο γόνατο |
| Τσούρλια (τα) Μαλλιά |
| Τσουτσέκι (το) Μικροκαμωμένος, ανήλικος με όχι καλή συμπεριφορά |
| Τσουτσουρώνω (ρ.) Αναλαμβάνω δυνάμεις, γίνομαι καλά μετά από ασθένεια |
| Τσοχαλεύω ή τσιοχαλίζω (ρ.) Χαζοτρώω, τρώγω πρόχειρα, ελαφρά |
| Τυλώνω (ρ.) Παραγεμίζω |
| Τυρόγαλο (το) Το υγρό που απομένει μετά την πήξη του γάλακτος και την αφαίρεση του τυριού |
| Τώραϊα(ς) (επίρ.) Τώρα δα, αυτή τη στιγμή |
