| Σαβούρα (η) Άχρηστα πράγματα Μτφ. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός |
| Σαγανάω (ρ.) Μασουλάω, τρώγω |
| Σαγάνι (το) Σκεύος χαλκωματένιο |
| Σάικος (επ.) Σώος |
| Σαΐτα (η) α.Μικρό εξάρτημα του αργαλειού, στο οποίο περνούσαν το μασούρι για να υφάνουν β.Είδος φιδιού |
| Σαϊτούρα (η) Είδος φιδιού |
| Σακάτης (ο) Ανάπηρος σωματικά Σακατ’λίκι (το) α.Αναπηρία, σωματικό ελάττωμα β.Κάθε πάθος, κακή συνήθεια |
| Σακοράφα (η) Μεγάλη και χοντρή βελόνα για ράψιμο |
| Σαλαγάω (ρ.) Καθοδηγώ με φωνές τα ζώα |
| Σαλιάρα και Σαλιόρα (η) Κομμάτι από ύφασμα στο λαιμό των μωρών για να μη λερώνονται από σάλια ή όταν τρώνε |
| Σάμα και Σάματις (επίρ.) Μήπως (π.χ. σάμα δούλεψε καθόλου) |
| Σαμαροσκούτι (το) Το ύφασμα που χρησιμοποιείται για την εσωτερική επένδυση των σαμαριών |
| Σαματάς (ο) Καυγάς, θόρυβος |
| Σαούρα (επ.) Μεγάλη ησυχία |
| Σαουριάζω (ρ.) Μαζεύομαι, ζαρώνω |
| Σαπίτης (ο) Είδος δηλητηριώδους φιδιού |
| Σάρα (η) Έδαφος επικλινές με χαλίκια επικίνδυνο |
| Σαργιά (η) Η ακαθαρσία, λέρα από το πλύσιμο των μαλλιών των προβάτων |
| Σαρίζω (ρ.) Γκρεμίζω, ρίχνω κάτω |
| Σαρμανίτσα (η) Ξύλινη κούνια νηπίων |
| Σατέρ’ (το) Καντάρι, ζυγαριά |
| Σάχλα (η) Μούχλα Σαχλιάζω (ρ.) Μουχλιάζω |
| Σάψαλο (το) Σάπιο, σαθρό Μτφ. Ατομο εξασθενημένο από γηρατειά ή αρρώστια |
| Σβαρνάω και σβαρνίζω (ρ.) Περνώ με τη σβάρνα οργωμένο χωράφι για να τριφτούν οι μάζες του χώματος Σβάρνισμα (το) Το αποτέλεσμα του σβαρνίζω Σβάρνα (η) Αγροτικό εργαλείο απαραίτητο στο σβάρνισμα |
| Σβαρνιάρης (ο) Χαρακτηρισμός υποτιμητικός για τα άτομα που δείχνουν μειωμένο ενδιαφέρον και φροντίδα για τις υποθέσεις του, ανοικοκύρευτος |
| Σβαρνιέμαι (ρ.) Σύρομαι στο έδαφος |
| Σβάω (ρ.) Σβήνω |
| Σβερκώνω (ρ.) Χτυπώ στο σβέρκο Σβερκιά (η) Χτύπημα στο σβέρκο |
| Σβόιρας (ο) Κοντόσωμος, κοντοστούπης |
| Σγαρλίζω ή σγαρλάω (ρ.) Ανακατεύω |
| Σγούλος (ο) Μικρό κούφωμα σαν μικρή σπηλιά στην όχθη ποταμού (ή λίμνης ή θάλασσας) κάτω από την επιφάνεια του νερού Σγουλιάζω (ρ.) (για ψάρια) Μπαίνω μέσα σε σγούλο |
| Σέα (τα) Πράγματα, αντικείμενα (π.χ. τα σέα μου τα μέα μου) |
| Σεβδάς (ο) Ζήλος, καϋμός, πόθος (π.χ. έχει μεγάλο σεβδά για τη δουλειά του) |
| Σεκλέτι (το) Καημός, μεγάλη στεναχώρια Σεκλετίζομαι (ρ.) Στεναχωριέμαι |
| Σέκος (ο) Νεκρός, πεθαμένος |
| Σεληνιασμός (ο) Επιληψία Σεληνιασμένος (μετχ.) Ο πάσχων από επιληψία |
| Σεργιανάω ή σεργιανίζω (ρ.) Περπατώ για ψυχαγωγία, κάνω βόλτα Σεργιάνι (το) Περίπατος, βόλτα |
| Σέρτικος (επ.) για καπνό και τσιγάρα Βαρύς (π.χ. καπνίζει σέρτικο τσιγάρο) |
| Σεφτές (ο) Η αρχή, η πρώτη πώληση της ημέρας (έκανα σεφτέ σήμερα) |
| Σημάδα (η) Μικρή επίπεδη πέτρα και από τις δύο μεριές, που χρησιμοποιείται σε παιδικά παιχνίδια |
| Σήτα (η) Μικρό κόσκινο με πάτο από αραχνοΰφαντο ύφασμα |
| Σιαδώθε (επίρ.) Προς τα εδώ |
| Σιακάτ’ (επίρ.) Προς τα κάτω |
| Σιαμπροστά (επίρ.) Προς τα εμπρός, λίγο αργότερα |
| Σιαπάν’ (επίρ.) Προς τα πάνω |
| Σιαπανήσιος (επ.) Ο κάτοικος των ορεινών χωριών |
| Σιαπέρα (επίρ.) Προς τα πέρα |
| Σιαπέρας (ο) Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ο αδιάφορος |
| Σιαπού (επίρ.) Προς τα πού; |
| Σίβος (επ.) Αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά |
| Σιγκούνα (η) και Σιγκούνι (το) Φόρεμα από χοντρό μάλλινο σκούρο ύφασμα, που φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες |
| Σιμπάπι (το) Ευκολία |
| Σινάφι (το) Σόι, ράτσα, κάστα |
| Σιουγκράω και Σιουγκρίζω (ρ.) α.Σκουντάω κάποιον για να του στείλω κάποιο μήνυμα β.Προκαλώ κάποιον επίμονα να κάνει κάτι |
| Σιούτος (επ.) Αυτός που δεν έχει κέρατα Μτφ. ο χαζούλης Σιούτα (η) Η χωρίς κέρατα κατσίκα ή προβατίνα |
| Σκάλος (ο) Η περίοδος που σκαλίζουν τα χωράφια |
| Σκαλώνω (ρ.) Αναβαίνω, αναρριχιέμαι |
| Σκαμνιά (η) Μουριά |
| Σκαμπάζω (ρ.) Ξέρω, γνωρίζω |
| Σκανιάζω (ρ.) Στενοχωριέμαι, αγανακτώ |
| Σκαπιτάω (ρ.) Εξαφανίζομαι |
| Σκαριάτης (ο) Μπράτιμος του γαμπρού που πηγαίνει καβάλα σε άλογο στο σπίτι της νύφης για να αναγγείλει ότι έρχεται ο γαμπρός |
| Σκαρίζω (ρ.) Βγάζω τα ζώα για βοσκή Σκάρος (ο) Η ενέργεια του σκαρίζω |
| Σκάρτσος (επ.) Σκάρτος, άχρηστος, κακής ποιότητας |
| Σκάρφη (επίρ.) α.Φυτό β.Πολύ αλμυρό φαγητό |
| Σκεβρώνω (ρ.) α.Καμπουριάζω (για άνθρωπο) β.Λυγίζω, στραβώνω (για ξύλα) |
| Σκερβελές (ο) Παλιάνθρωπος, άξεστος |
| Σκιάζομαι (ρ.) Φοβάμαι (μη σκιάζεστε τα σκότη) Σκιαζούρης (ο) Φοβητσιάρης Σκιάχτρο (το) Φόβητρο των πουλιών να μην τρώνε τους καρπούς στα χωράφια |
| Σκίζα (η) Μικρά ξύλα από σκίσιμο μεγαλύτερου ξύλου, κορμού |
| Σκόντο (το) Εκπτωση (ιταλική λέξη) |
| Σκορδάρι (το) Φαγητό με σκόρδο τριμμένο, λάδι και ξύδι. Ηταν δροσιστικό και το έτρωγαν συνήθως το καλοκαίρι, όταν δούλευαν στα χωράφια (π.χ. θερισμό) |
| Σκορδοκαΐλα (η) Δήθεν στεναχώρια για κάτι που δεν μας νοιάζει |
| Σκουτί (το) Χοντρό μάλλινο ρούχο υφασμένο στον αργαλειό |
| Σκράπας (ο) Αυτός που δεν ξέρει τίποτα, που δεν παίρνει τα γράμματα |
| Σκρούμπος (ο) Καρβούνιασμα (π.χ. πάει το κρέας κάηκε, έγινε σκπρούμπος) |
| Σκρόφα (η) Παλιογυναίκα |
| Σκυλεύομαι (ρ.) (για σκυλιά) Εχω ερωτική επιθυμία για συνεύρεση |
| Σμέτι (το) Αδύνατο ζώο, μικροκαμωμένο |
| Σόι (το) Συγγένεια |
| Σόμπολο (το) Μικρή πέτρα |
| Σομόνι (το) Ψωμί από πίτουρα για τα τσοπανόσκυλα |
| Σοσόνι (το) Καλτσάκι |
| Σούδα (η) Σκαμμένο μακρύ και μεγάλο αυλάκι δίπλα από τα χωράφια |
| Σούζα (η) α.Στάση τετράποδου ζώου που στηρίζεται μόνο στα πίσω πόδια β.Στάση υπακοής ή φόβου σε ανώτερο (κάθεται σούζα) |
| Σούμα (η) Άθροισμα |
| Σουπιέρα (η) Μεγάλο βαθύ πιάτο |
| Σουράω (ρ.) Σφυρίζω (π.χ. σούρα Μήτρο!) |
| Σοφράς (ο) Χαμηλό στρογγυλό τραπέζι |
| Σπούρνη (η) α.Στάχτη και κάρβουνα ανακατεμένα, χόβολη β.Εθιμο της Πρωτοχρονιάς |
| Σταλίζω (ρ.) Οδηγώ τα ζώα στο τσαρδάκι ή στη στρούγκα για ανάπαυση Στάλος (ο) Η ενέργεια του σταλίζω |
| Σταλικώνω (ρ) Κουράζομαι από τη συνεχή ορθοστασία |
| Στανιό (το) Ζόρι, βία, αναγκασμός |
| Σταργάζω (ρ.) Χτυπάω, δέρνω πολύ |
| Στέρφος (επ.) α.Στείρος, άγονος β.Προβατίνα ή κατσίκα που δεν έχει γάλα |
| Στημόνι (το) Τεντωμένο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι κατά την ύφανση |
| Στομώνω (ρ) Λέγεται όταν χαλάει η κόψη κοφτερού οργάνου (π.χ. στόμωσε το μαχαίρι και θέλει τρόχισμα) |
| Στουμπάω (ρ.) Χτυπάω, κοπανάω (επί σιταριού, βγάζω τη φλούδα) |
| Στούμπος (ο) Μεγάλη πέτρα |
| Στουπώνω (ρ.) Παραγεμίζω κάτι, πατικώνω, χώνω βαθιά |
| Στουρνάρι (το) Τσακμακόπετρα Μτφ. Άξεστος, απολίτιστος, αμόρφωτος |
| Στραβοτσιάολος (επ.) Αυτός που έχει στραβά τσιαούλια, σιαγόνια |
| Στράτα (η) Δρόμος |
| Στράτσια (τα) Χοντρά χαρτιά, χασαπόχαρτα |
| Στρέβλα (η) Αταξία, αναποδιά (π.χ. αυτός δεν μπαίνει σε στρέβλα, σε τάξη) |
| Στρέχομαι (ρ.) Συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, δέχομαι |
| Στριντζώνομαι (ρ.) Ζορίζομαι, πιέζομαι, υπερτεντώνομαι |
| Στρούγκα (η) Περιφραγμένος χώρος όπου κλείνονται τα ζώα για το άρμεγμα |
| Στρουγκόλι (το) Το άνοιγμα της στρούγκας από όπου βγαίνουν ένα ένα τα ζώα |
| Στρωματσάδα (επίρ.) Υπνος πάνω σε στρώμα ή κουβέρτες καταγής |
| Στρωσίδι (το) Αυτό που στρώνεται, κυρίως στο δάπεδο |
| Συγκαθάω (ρ.) Κινούμαι πέρα δώθε, χορεύω ελεύθερο πηδηχτό χορό |
| Συγκεριάζω (ρ.) Συνταιριάζω, τακτοποιώ (συγκέριασα τα ζώα στο ζυγό) |
| Συλλοϊώμαι (ρ.) Συλλογίζομαι Συλλοή (η) Συλλογισμός, σκέψη |
| Συμπάω (ρ.) Συνδαυλίζω τη φωτιά να ανάψει καλά |
| Συμπράγκαλα (τα) Μικροπράγματα ατομικά ή του σπιτιού |
| Συννυφάδα (η) πληθ. συννυφάδες Γυναίκες των οποίων οι άνδρες είναι αδέρφια |
| Συνταρμώνω (ρ.) Επισκευάζω, διορθώνω |
| Σύρε (προστ.) Πήγαινε |
| Σφάχτης (ο) Εντονος πόνος στη μέση, στα πλευρά ή στην πλάτη |
| Σφονδύλι (το) Ξύλινο εργαλείο που προσαρμόζεται στο αδράχτι |
