| Ράγα (η) Ρόγα |
| Ραγάζι (το) Φυτό άγριο υδρόφιλο. Αφθονούσε στη λίμνη Ξυνιάδας |
| Ραχατεύω (ρ.) Τεμπελιάζω, χουζουρεύω Ραχάτι (το) Τεμπελιά, καλοπέραση |
| Ρεβένι (το) Χωράφι με αδύνατο χώμα σε πλαγιά λόφου |
| Ρεκάζω (ρ.) Κλαίω σπαρακτικά |
| Ρέκος (ο) Γοερό κλάμα |
| Ρεμάλι (το) Τιποτένιος |
| Ρέμπελος (επ.) Βαρετός, τεμπέλης, αχαΐρευτος Ρεμπελιό (το) Τεμπελιά |
| Ρεμπεσκές (ο) Τεμπέλης, ανεπρόκοπος |
| Ρέντα (η) Τενεκές |
| Ρεντές (ο) Τενεκές |
| Ρέντζα (η) Το στομάχι της κότας και των πουλερικών γενικά |
| Ρεφενές (ο) Από κοινού κάλυψη μιας δαπάνης |
| Ρημάδι (το) Ερείπιο, χάλασμα |
| Ριβά (επίρ.) Λοξά |
| Ριβός (ο) Πλαγιαστός, λοξός |
| Ριζά (τα) Χωράφια στους πρόποδες λόφου |
| Ρινιστά (τα) Φαγητό φτιαγμένο με καθάριο αλεύρι |
| Ριο (το) Ρίγος |
| Ρίχανε (ρ.) Καταπράϋνε η φωτιά |
| Ρόβι (το) Φυτό για ζωοτροφή |
| Ροβολάω (ρ.) Κατεβαίνω από ένα ψηλότερο σε ένα χαμηλότερο επίπεδο |
| Ρόγα (η) Αμοιβή, μισθός τσοπάνη σε είδος (κυρίως σιτηρά) Ρογιάζω (ρ.) Βάζω κάποιον τσοπάνη σε κοπάδι με ρόγα |
| Ρογκατσίδια (τα) Μικρά ξερά δεντράκια για προσανάμματα |
| Ροδάνι (το) Εξάρτημα της ανέμης (βλ.λ.) (π.χ. η γλώσσα του πάει ροδάνι=λέει πολλά, όπως δουλεύει το ροδάνι) |
| Ροΐ (το) Οικιακό σκεύος από λαμαρίνα, κυρίως για λάδι |
| Ροϊδάμι (το) Τα νεαρά τρυφερά βλαστάρια του πουρναριού |
| Ρόκα (η) α.Ο καρπός του καλαμποκιού β.Ξύλινο εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού |
| Ροκανάω και Ροκανίζω (ρ.) Δουλεύω το ξύλο με το ροκάνι Μτφ. Τρώω κάτι σκληρό Ροκάνι (το) Εργαλείο του ξυλουργού |
| Ρούγα (η) Δρόμος, πέρασμα |
| Ρουπώνω (ρ.) Χορταίνω (ρούπωσες;) Ρούπωμα (το) Χόρτασμα |
| Ρούσος (επ.) Ξανθός |
