| Π’λαλάω (ρ.) Τρέχω |
| Πααίνω (ρ.) Πηγαίνω |
| Παγάνα (η) Ενέδρα |
| Παγανά (τα) Οι καλλικάντζαροι, τα καρκαντζάλια |
| Παγανιά (η) Ψάξιμο για την εύρεση χαμένων ζώων |
| Παιδεμάρα (η) Ταλαιπωρία |
| Παιδί (το) Αγόρι (π.χ. έχει δυο κορίτσια κι ένα παιδί=αγόρι) |
| Παιδοκομάω (ρ.) Μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά |
| Παίνια (η) Έπαινος, καμάρωμα, επίδειξη |
| Πάκι (το) (πληθ. πάκια) Οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης και οι μύες γύρω από τη μέση (βλ.λ. ξεπακιάζομαι) |
| Πάκος (ο) και Πάκο (το) Πακέτο, δέμα |
| Παλαμίζω (ρ) Επαλείφω με την παλάμη δάπεδο ή τοίχο με υλικό από χώμα και βουνιά (βλ.λ.) Παλάμισμα (το) Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παλαμίζω |
| Παλαμονίδα (η) Φυτό με πολλά και σκληρά αγκάθια |
| Παλάντζα (η) Είδος ζυγαριάς χεριού με δίσκο |
| Παλιακός (επ.) Ο μεγάλος στην ηλικία, ο παλαιός |
| Παλιορούτι (το) Παλιό τριμμένο, μπαλωμένο ρούχο |
| Παλιούρι (το) Αγκαθωτός θάμνος (χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή φράχτη) |
| Παλιοχαλέπιτο (το) Σαράβαλο |
| Πανιάζω (ρ.) α.Χλωμιάζω από φόβο β.Μαραγκιάζω (π.χ. πάνιασαν τα μαρούλια) |
| Πανταχούσα (η) Αναμενόμενη ποινή |
| Πανωπροίκι (το) Επί πλέον προίκα |
| Πανωσάμαρα (επίρ.) Επί πλέον φορτίο πάνω στο σαμάρι υποζυγίου |
| Πάπα (η) Πάπια |
| Παπαδικό (το) Αμοιβή παπά (σε είδος) |
| Παπάρα (η) Τριμμένο ψωμί σε βρασμένο γάλα ή σε ζουμερά φαγητά γενικά |
| Παπαρδέλα (η) Ψημένα σπυριά καλαμποκιού Mτφ. φλυαρία |
| Παπούδια (τα) Παππούδες |
| Παραγίνομαι (ρ.) Υπερωριμάζω (αυτά τα μήλα είναι παραγινομένα) |
| Παραγκόμι (το) Παρατσούκλι Παραγκομιάζω (ρ) Βγάζω παρατσούκλι |
| Παραγώνι (το) Ο χώρος δίπλα στο τζάκι |
| Παραμάσχαλα (επίρ.) Κάτω από τη μασχάλη |
| Παραπανήσιος (επ.) Αυτός που περισσεύει |
| Παραπέτο/ι (το) (πληθ. παραπέτια) Προστατευτικά στηθαία στα κάρα και στις καρότσες των τρακτέρ για φόρτωμα μεγαλύτερης ποσότητας |
| Παρασάνταλος (επ.) Ακατάστατος, άκομψος, άσχημος |
| Παραστιά (η) Τζάκι |
| Παρέκεια (επίρ.) Πιο κει |
| Παρμάκι (το) (πληθ. παρμάκια) α.Ξύλινες ακτίνες του κάρου β.Τα κάθετα ξύλα στα κάγκελα της βεράντας |
| Παρμάρα (η) Ασθένεια στα πόδια των γιδοπροβάτων |
| Παρτσακλός (επ.) Ανθρωπος με σωματικό ελάττωμα (ή με ανάρμοστη συμπεριφορά) επίρ. Παρτσακλά |
| Πασαένας (αντ.) Ο καθένας |
| Πασέτο (το) Το όργανο για τη μέτρηση αποστάσεων, το μέτρο |
| Πασπαλάς (ο) Φαγητό με βάση το χοιρινό κρέας |
| Πασπαλίζω (ρ.) Ρίχνω με το χέρι υλικό σε μορφή σκόνης πάνω σε στερεό Πασπάλη (η) Ελαφρό στρώμα υλικού (π.χ. ζάχαρης, χιονιού κλπ.) |
| Παστός (ο) Το λίπος κάτω από το δέρμα του γουρουνιού |
| Παστρεύω (ρ.) Καθαρίζω Πάστρα (η) Καθαριότητα Παστρικός (επ.) Καθαρός |
| Παταούδ’ (το) Παγωμένο, πολύ κρύο (π.χ. το νερό αυτό είναι παταούδ’) |
| Πάτερο (το) Χοντρό και μακρύ δοκάρι, που στηρίζει τη σκεπή ή το πάτωμα |
| Πατικώνω (ρ.) Πιέζω για να χωρέσει κάτι |
| Πατλιά (η) Συστάδα θάμνων |
| Πατόκορφα (επίρ.) Από την κορφή ως τα νύχια |
| Πατόφυλλο (το) (πληθ. πατόφυλλα) Τα φύλλα στο κάτω μέρος του κορμού των φυτών |
| Πατσαβούρα (η) Παλιόρουχο για σκούπισμα Μτφρ. Παλιογυναίκα |
| Πάτσι και πόστα (επίρ.) Ισοπαλία, ίσα ίσα |
| Πατσιαούρα (η) και Πατσιαούρι (το) α.Κομμάτι από πανί, κουρέλι για πρόχειρη χρήση, καθάρισμα β.Γυναίκα ανήθικη |
| Πάφλος (ο) Τσίγκος πληθ. Παφίλια (τα) Τσίγκια |
| Παχνί (το) Ξύλινη κατασκευή, όπου τοποθετείται τροφή για τα ζώα Παχνιάζω (ρ.) Βάζω τροφή στο παχνί για τα ζώα |
| Πεδικλώνω/μαι (ρ.) Δένω πολύ κοντά τα πόδια ζώου για να μη φύγει, βάζω τρικλοποδιά, πέφτω κάτω από κάποιο εμπόδιο |
| Πεζεύω (ρ.) Κατεβαίνω από αυτοκίνητο ή ζώο |
| Περιδρομιάζω (ρ.) Τρώγω του σκασμού |
| Περίδρομος (ο) Πολύ φαγητό |
| Πεσιό (το) Πέσιμο |
| Πεσκέσι (το) Δώρο σε κάποιον (αρνί, κατσίκι κ.ά.) |
| Πέταβρο (το) Μακρόστενο λεπτό σανίδι συνήθως για σκεπή σπιτιού |
| Πέτακας (ο) Απότομος βράχος,, γκρεμός |
| Πέφτη (η) Η ημέρα της εβδομάδας Πέμπτη |
| Πήχτρα (η) και (επίρ.) Οτιδήποτε είναι πολύ πηχτό (π.χ. πήχτρα το σκοτάδι) |
| Πιγκώνομαι (ρ.) Δεν μπορώ να πάρω ανάσα, ανασαίνω με δυσκολία Πίγκωμα (το) Το αποτέλεσμα του πιγκώνομαι |
| Πινακωτή (η) Ξύλινο οικιακό σκεύος, όπου τοποθετούσαν τα καρβέλια του ψωμιού τυλιγμένα με το μεσάλι (βλ.λ.) για να φουσκώσουν πριν το ψήσιμο |
| Πίνος (ο) Η κολλώδης ουσία στα μαλλιά των προβάτων, που φεύγει με το πλύσιμο |
| Πίστωμα και τα Πίστωμα (επίρ.) Μπρούμυτα, με το στόμα στο χώμα |
| Πισωκάπ’λα (επίρ.) Στάση αναβάτη στα καπούλια του αλόγου ή του γαϊδουριού |
| Πλαϊάζω (ρ.) Κοιμάμαι |
| Πλανεύω (ρ.) Παρασύρω κάποιον στο κακό |
| Πλαντάζω (ρ.) Στενοχωριέμαι πολύ και εκδηλώνω τη στεναχώρια μου
Πλαντάμι (το) Χαρακτηρισμός αρνητικός για ζώο κυρίως (ή και άνθρωπο), που δηλώνει κακή, απαράδεκτη συμπεριφορά |
| Πλατίτσα (η) Ψάρι ποταμίσιο. Αφθονούσε στη λίμνη Ξυνιάδας |
| Πλατσιανάω (ρ.) Βλ.λ. Μπλατσιανάω |
| Πλευριτώνω (ρ.) Κρυολογώ (το κρύο περνά μέσα από τα πλευρά) |
| Πλευρώνω (ρ.) Μεριάζω, κάθομαι στην άκρη (π.χ. πλεύρωσε λίγο να περάσω) |
| Πλίθα (η) Υλικό σαν τούβλο από πηλό για χτίσιμο τοίχου |
| Πλιότερος (επ.) Περισσότερος |
| Πλοκάδι (το) Φυτό για την επένδυση, το «ντύσιμο» των καλυβών |
| Πλόχερο (το) Μισή χούφτα, ό,τι χωράει ένα χέρι |
| Πλύματα (τα) Απόνερα, νερά μετά από πλύσιμο μαγειρικών σκευών |
| Ποδένω/ομαι (ρ.) Βάζω παπούτσια Ποδεσιά (η) Ένα ζευγάρι παπούτσια |
| Πόλκα (η) Γυναικείο παραδοσιακό ένδυμα, ζακέτα |
| Πομώνομαι (ρ.) Απομονώνομαι, πεθαίνω από ασφυξία |
| Πονίδι (το) Πόνος, πληθ. πονίδια |
| Πόντζι (το) Βρασμένο νερό με τσίπουρο και λίγη ζάχαρη. Χρησιμοποιείται σαν φάρμακο κατά του κρυολογήματος |
| Πορεύω (ρ.) Περνάω (π.χ. μ’ αυτόν τον καφέ θα πορέψω=περάσω ένα μήνα) |
| Πουλάδα (η) Νεαρή κότα Πουλαδίσιος (επ.) Ο αναφερόμενος σε πουλάδα |
| Πουλάρι (το) Νεαρό άλογο υποκ. Πουλαράκι |
| Πουντιάζω (ρ.) Κρυολογώ, κρυώνω Πούντα (η) Κρυολόγημα |
| Πουρ’κό (το) Οπωροφόρο δέντρο |
| Πουρνό (το) Πρωινό |
| Πράματα (τα) Κατοικίδια, οικόσιτα ζώα |
| Πράτα (τα) Πρόβατα |
| Πρατίνα (η) Προβατίνα |
| Πρατσαλάω (ρ.) Χαρακτηριστικός θόρυβος όταν καίγεται κάτι |
| Πρέκι (το) Οριζόντιο δοκάρι που τοποθετείται σε άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο) για να στηρίξει τον τοίχο πάνω από αυτό |
| Πριόβολος (ο) Μικρό ατσάλινο όργανο, το οποίο παράγει σπινθήρες για το άναμμα φωτιάς |
| Προγκάω (ρ.) Εκφοβίζω με δυνατές φωνές και διώχνω τα ζώα |
| Προγόνι (το) Παιδί από προηγούμενο γάμο ενός των συζύγων |
| Προγούλι (το) Οι δίπλες του δέρματος που κρέμονται λόγω πάχους κάτω από τα σαγόνι |
| Προκάνω (ρ.) Προλαβαίνω, προφταίνω |
| Προκοίλι (το) Μεγάλη, εξογκωμένη κοιλιά λόγω λίπους Προκοίλας (ο) Αυτός που έχει μεγάλο προκοίλι, ο κοιλαράς |
| Προσάγγονο (το) Δισέγγονο |
| Προσώρας (επίρ.) Προς το παρόν, για την ώρα, προσωρινά |
| Πρωτοστάλαγμα (το) Το πρώτο τσίπουρο που βγαίνει από το αποστακτήριο |
| Πυροστιά (η) Τριγωνικό μεταλλικό εξάρτημα για τη τοποθέτηση κατσαρόλας σε αναμμένη με ξύλα φωτιά, τρίποδας |
| Πυρώνω/ομαι (ρ.) Ζεσταίνω/ομαι, θερμαίνω/μαι στη φωτιά |
| Πυτιά (η) Ενζυμο, μαγιά χρήσιμο για το πήξιμο του γάλακτος και την παρασκευή τυριού |
