| Οϊδίζω (ρ.) Μοιάζω, είμαι ίδιος |
| Οκνός (επ.) Αργός, οκνηρός, τεμπέλης |
| Ολοένα (επίρ.) Πάντοτε |
| Ολούθε (επίρ.) Παντού |
| Όμπυο (το) Πύον |
| Όξου (επίρ.) Έξω (π.χ. όξου από δω) |
| Οργυιά (η) Μονάδα μήκους ίση με το άνοιγμα των χεριών |
| Ορλός (επ.) Λέγεται συνήθως για το αυγό που έχει βράσει για λίγη ώρα και ο κρόκος του δεν έχει σφίξει αρκετά, αλλά είναι σε μια υγρή κατάσταση
Ορμηνεύω (ρ.) Συμβουλεύω Ορμήνια (η) Συμβουλή |
| Όχτος (ο) Απότομο μέρος, απότομη κλίση του εδάφους |
| Οχτρός (ο) Εχθρός |
