| Ξαδιάζω (ρ.) Ευκαιρώ |
| Ξάι (το) Η αμοιβή του μυλωνά σε είδος με παρακράτημα από το αλεύρι |
| Ξαίνω και ξάω (ρ.) Επεξεργάζομαι μαλλί ώστε να γίνει κατάλληλο για κλώσιμο |
| Ξακρίζω (ρ.) Κόβω τις περιττές άκρες ενός πράγματος |
| Ξαλατίζω (ρ.) Αφαιρώ το αλάτι |
| Ξαποσταίνω (ρ.) Ξεκουράζομαι |
| Ξαστοχάω (ρ.) Λησμονώ, ξεχνώ |
| Ξεκαπίστρωτος (επ.) α.(για ζώα) Αυτός που δεν έχει καπίστρι β.Ανήθικος, ξεδιάντρωπος |
| Ξεκολώνω (ρ.) Ξεριζώνω (π.χ. το ξεκόλωσε το αμπέλι γιατί πάλιωσε) |
| Ξεκοπή (η) Κατ’ αποκοπή εργασία |
| Ξεκοτσιάζομαι (ρ.) Κουράζομαι πολύ (π.χ. ξεκοτσιάστηκα σήμερα) |
| Ξεκουτιάζω (ρ.) Χάνω τα λογικά μου Ξεκούτης (ο) Αυτός που δεν έχει μυαλό (επί γερόντων) |
| Ξελιγώνομαι (ρ.) α.Πεινάω πολύ (π.χ. ξελιγώθηκα της πείνας) β.Αισθάνομαι λιγούρα Ξελιγωμένος (επ.) Πολύ πεινασμένος |
| Ξελογιάζω (ρ.) Κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, σκέψεις |
| Ξεμπλετσώνομαι (ρ.) Ξεγυμνώνομαι Ξεμπλέτσωμα (το) Το αποτέλεσμα του ξεμπλετσώνομαι, ξεγύμνωμα Ξεμπλέτσωτος (επ.) Ξεγυμνωμένος, γυμνός |
| Ξεμπροστιάζω (ρ.) Αποκαλύπτω σφάλματα ή ψέμματα |
| Ξεμυτίζω (ρ.) Εμφανίζομαι από μακριά, προβάλλω |
| Ξεπακιάζω (ρ.) Κάνω κάποιον να πονέσει η σπονδυλική του στήλη |
| Ξεπουπουλιάζω (ρ.) Βγάζω τα πούπουλα, ξεφλουδίζω |
| Ξεραΐλα (η) Πολύ ξέρα |
| Ξεραϊνός (επ.) Αδύνατος |
| Ξέρακας (ο) Μεγάλο, γέρικο και ξεραμένο δέντρο |
| Ξερακιανός (επ.) Λιπόσαρκος, αδύνατος |
| Ξεσαμάρωτος (επ.) Το ζώο που δεν το έχουν σαμαρώσει ακόμα |
| Ξεσβερκιάζω (ρ.) Χτυπώ κάποιον στον σβέρκο |
| Ξεσπυρίζω (ρ.) Βγάζω τα σπυριά |
| Ξεσταυρώνω (ρ.) Κάνω εκταφή νεκρού Ξεσταύρωμα (το) Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεσταυρώνω |
| Ξεσταχυάζω (ρ.) Βγάζω στάχυα, καρπούς |
| Ξεσυλλόγιαστος (επ.) Αυτός που δεν τον απασχολούν σκέψεις, που δεν έχει συλλοή |
| Ξετοπάω και Ξετοπίζω (ρ.) Εκτοπίζω, διώχνω μακριά |
| Ξεφτουριασμένος (επ.) Ξεπουπουλιασμένος, γυμνός |
| Ξιθάλι (το) Μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στο φούρνο για το φούρνισμα του ψωμιού |
| Ξίκι να γένει (έκφρ.) Χαλάλι |
| Ξίκικος (επ.) Ελλιποβαρής |
| Ξιου (προστ.) Κραυγή για να απομακρυνθούν οι κότες |
| Ξομπλιάζω (ρ.) Κοροϊδεύω, γελάω κάποιον |
| Ξόρκι (το) Διώξιμο των πονηρών πνευμάτων |
| Ξυλιάζω (ρ.) Κρυώνω πολύ, παγώνω |
| Ξυλοκέρατο (το) Χαρούπι |
