| Ναμ’ ή Νομ’ (προστ.) Δώσε μου |
| Νεραγόι (το) Αυλάκι για τη μεταφορά του νερού για πότισμα των χωραφιών |
| Νεροσυρμή (η) **** |
| Νεροφαγιά (η) Διάβρωση εδάφους από το νερό |
| Νεφραμιά (η) Κομμάτι εκλεκτού κρέατος γύρω από τα νεφρά |
| Νιάνιαρο (το) Μικρό σε ηλικία (είσαι νιάνιαρο ακόμα) |
| Νίβω / Νίβομαι (ρ.) Πλένω το πρόσωπο / Πλένομαι |
| Νίλα (η) Κακό, συμφορά |
| Νισάφι (επίρ.) Αρκετά, επί τέλους |
| Νογάω (ρ.) Αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω |
| Νοματαίοι (οι) Ατομα, άνθρωποι |
| Ντάβανος (ο) και Νταβάνι (το) Έντομο, είδος μεγάλης μύγας, που τσιμπάει κυρίως τα άλογα |
| Νταβαντούρι (το) Φασαρία, θόρυβος |
| Νταβάς (ο) Στρογγυλό χάλκινο ταψί με χερούλια |
| Νταβραντίζω ή Νταβραντάω (ρ.) Ενισχύω, δυναμώνω κάποιον Νταβραντι-σμένος (επ.) Ζωηρός, δυνατός |
| Νταγιαντάω (ρ.) Στηρίζω κάτι να μην πέσει |
| Νταγκλαράς (ο) Ψηλός, ογκώδης και άχαρος |
| Νταϊκώνω (ρ.) Στηρίζω, βάζω υποστήριγμα Νταϊάκι (το) Υποστήριγμα |
| Νταμάρι (το) α.Λατομείο, χώρος για εξόρυξη πέτρας ή μαρμάρου β.Σόι, ράτσα (π.χ. αυτός κρατάει από καλό νταμάρι) |
| Νταμαχιάρης (ο) Λαίμαργος στη δουλειά ή στο χρήμα, πλεονέκτης |
| Ντάμι (το) Αποθήκη, στάβλος |
| Ντάνα (η) Σωρός, στοίβα Ντανιάζω (ρ.) Στοιβάζω, κάνω ντάνες |
| Νταουσιανιά (η) Δαμασκηνιά |
| Νταραβερίζομαι (ρ.) Ασχολούμαι, συναλλάσσομαι Νταραβέρι (το) Γεγονός, δοσοληψία, φασαρία |
| Νταρντάνα (η) (για γυναίκα) Εύσωμη και ωραία, λεβέντισσα, νταρντανογυναίκα |
| Ντελικάτος (επ.) Ευαίσθητος |
| Ντέλος (ο) Σωρός, πολύς (π.χ. έχω ένα ντέλο δουλειές να κάνω) |
| Ντερβίσης (ο) Λεβέντης |
| Ντερλικώνω (ρ.) Τρώγω πολύ και με λαιμαργία, χορταίνω |
| Ντέρτι (το) Καϋμός, στεναχώρια, βάσανο |
| Ντζιόρας (ο) Χαρακτηρισμός υποτιμητικός |
| Ντιλίδικος (επ.) Ζωηρός, ανυπάκουος |
| Ντιπ ή μπιτ (επίρ.) Καθόλου |
| Ντιρέκι (το) Μεγαλόσωμος, ψηλός Ντιρικώνομαι (ρ.) Περπατώ με ίσιο κορμί και ψηλά το κεφάλι |
| Ντιριώμαι (ρ.) Ντρέπομαι, διστάζω, επιφυλάσσομαι, (ντιριέται να φάει σε ξένο σπίτι) |
| Ντιφαρίκι (το) Στολίδι, καλό |
| Ντορής (ο) Αλογο με καφετί τρίχωμα |
| Ντόρος (ο) Θόρυβος |
| Ντορός (ο) Ιχνος βήματος, πατημασιά |
| Ντουγρού (επίρ.) Κατευθείαν |
| Ντουμάνι (το) Πυκνός καπνός Ντουμανιάζω (ρ.) Γεμίζω από καπνό |
| Ντουνιάς (ο) Ο κόσμος, κοινωνία (π.χ. όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς) |
| Ντούρος (επ.) Δυνατός, γερός |
| Ντούχνιασε (ρ.) Λέγεται για τον καπνό, όταν γεμίζει ένα δωμάτιο, χώρος |
| Ντόχνομαι (ρ.) Επιμένω, «μπαίνω» σε κάποιον |
| Ντράβαλο (το) πληθ. Ντράβαλα Φασαρίες, μπλεξίματα |
| Ντρουβάς (ο) Σακίδιο υφαντό, που κρέμεται στον ώμο, ταγάρι (βλ.λ.) |
| Νυφαδιά (η) Νύφη |
| Νυχτερεύω (ρ.) Περνώ τη νύχτα με παρέα κάνοντας κάποια δουλειά (πλέκοντας, γνέφοντας, ξεφλουδίζοντας καλαμπόκια κλπ) Νυχτέρι (το) Η ενέργεια του νυχτερεύω |
