| Λ’τσαράκι (το) Βρεγμένος, μουσκεμένος (π.χ. έγινα λ’τσαράκι) |
| Λαγαρίζω (ρ.) Ξεπλένω με καθαρό νερό |
| Λαγαρός (επ.) Καθαρός, διαυγής |
| Λαγγεύω (ρ.) Λαχταρώ, επιθυμώ, σκιρτώ |
| Λαγγιόλι (το) Πιέτα, πτυχή, δίπλα ενδύματος. Το μεγάλο κομμάτι λέγεται «μάνα» (π.χ. παροιμία: εσένα δεν σου λείπει λαγγιόλι, σου λείπει «μάνα») |
| Λαγούμι (το) Υπόγεια στενή σήραγγα |
| Λαθούρι (το) Είδος φυτού παρόμοιο με τον βίκο, που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή |
| Λαϊάζω (ρ.) Κάθομαι ήσυχα σε απόμερο μέρος, κρύβομαι σκύβοντας να μη με βλέπουν, λαρώνω, νυστάζω |
| Λαΐνι (το) Πήλινο δοχείο νερού |
| Λάιος (επ.) Το ζώο που έχει μαύρο τρίχωμα Λάια (η) θηλυκό κατάμαυρο ζώο |
| Λακάω (ρ.) Το σκάω, φεύγω τρέχοντας, το βάζω στα πόδια |
| Λαμανάω (ρ.) Ανακατεύω, χαλάω, καταστρέφω |
| Λαμνί (το) Ο σωρός σιταριού και άχυρων μετά το αλώνισμα για λίχνισμα |
| Λαμπαδιάζω (ρ.) Καίω σαν λαμπάδα, ζεσταίνω πολύ (π.χ. λαμπάδιασε ο τόπος) |
| Λαμπικάρω (ρ.) Καθαρίζω κάτι πολύ καλά, το κάνω να λάμπει Λαμπίκος (ο) Λαμπικαρισμένος |
| Λαμπόγυαλο / Λαμπογυάλι (το) Γυαλί λάμπας πετρελαίου |
| Λαναρίζω (ρ.) Επεξεργάζομαι, ξάω μαλλιά Λανάρα (η) και Λανάρι (το) Εργαλείο για το λανάρισμα |
| Λάνταβος (επ.) Απρόσεκτος, αδέξιος Βλ.λ. αλάνταβος |
| Λειτουργιά (η) Πρόσφορο για Θεία Λειτουργία |
| Λειψανέβατο (το) Ψωμί που δεν φούσκωσε καλά, επειδή ζυμώθηκε χωρίς προζύμι |
| Λειψός (επ.) Εκείνος που του λείπει κάτι, ο μη άρτιος |
| Λέλεκας (ο) και Λελέκι (το) Πελαργός |
| Λέσιο (το) Ψοφίμι, πτώμα ζώου Μτφ. Ζώο αδύνατο, σκελετωμένο |
| Λέτσιος (ο) Κακοντυμένος, ατημέλητος, άπλυτος, βρωμιάρης |
| Λεχρίτης (ο) Παλιάνθρωπος, τιποτένιος |
| Λιανίζω (ρ.) Κόβω σε μικρά κομμάτια |
| Λιανόματα (τα) Ψιλά χρήματα, κέρματα |
| Λιανοπαίδι (το) Μικρό παιδί, ανήλικο |
| Λιανοπούλι (το) Λιανική πώληση |
| Λιανός (επ.) Λεπτός, αδύνατος |
| Λιάρος (ο) Παρδαλός |
| Λιβακώνομαι (ρ.) Ζεστώνομαι πολύ από τον άνεμο λίβα Λιβάκωμα (το) Αποτέλεσμα του λιβακώνομαι |
| Λίγδα (η) Λαδιά, λέρα, ξύγκι |
| Λιγκιάζω (ρ.) Έχω λόξιγκα |
| Λιγοθυμάω (ρ.) Λιποθυμάω |
| Λιγουρεύομαι (ρ.) Επιθυμώ κάτι πολύ |
| Λιμάζω (ρ.) Πεινάω πολύ Λίμα (η) Υπερβολική πείνα |
| Λιμαριά (η) Λαιμαριά, δερμάτινος δακτύλιος σαν κολλάρο γύρω από το λαιμό ζώου για να σύρει το κάρο ή το αλέτρι |
| Λιμπά (τα) Όρχεις |
| Λιμπίζομαι (ρ.) Επιθυμώ κάτι πολύ, λιγουρεύομαι |
| Λίπα (η) Προϊόν προερχόμενο από το λιώσιμο χοιρινού παστού (λίπους), χρησιμοποιείται αντί για λάδι |
| Λισγάρι (το) Σκαπτικό εργαλείο του κήπου |
| Λιχνάω και Λιχνίζω (ρ.) Διαχωρίζω τον καρπό από το άχυρο Λίχνισμα (το) Η ενέργεια του λιχνίζω |
| Λόγγος (ο) Δάσος θάμνων ή μικρών δέντρων |
| Λόρδα (η) Πείνα υπερβολική (π.χ. μ’ έκοψε λόρδα) |
| Λουβουδιά (η) Είδος φυτού με άσχημη μυρωδιά |
| Λούζα (η) Η περιοχή ανάμεσα σε δύο λόφους |
| Λούμη (η) Λεπτή λάσπη |
| Λούμπα (η) Βαθμολογική μονάδα σε παιχνίδια (π.χ. έβαλα μία λούμπα) |
| Λουξ (το) Είδος λάμπας φωτισμού παλιά |
| Λούρα (η) Μακριά ξύλινη βέργα, που χρησιμοποιείται για το γκρέμισμα καρπών από τα δέντρα |
| Λουρί (το) Δερμάτινη ή πλαστική ζώνη |
| Λούτσα (επίρ.) Βρεγμένα (π.χ. τον έκανε λούτσα, τον έβρεξε) |
| Λουφάζω (ρ.) Κρύβομαι, ησυχάζω |
| Λουχνάρι / Λουθνάρι (το) Κοκκινωπό εξόγκωμα στο δέρμα μεγέθους μικρού καρυδιού επώδυνο, αλλιώς «καλόγερος» |
| Λωλός (επ.) Χαζός |
