| Εδώια (επίρ.) Εδώ, σ’αυτό το μέρος |
| Είμαι κλάρα (έκφρ.) Είμαι πολύ κουρασμένος |
| Είμαι στριχτός (έκφρ.) Συμφωνώ. Βλ. λ. στρέχομαι |
| Έμασε (ρ.) Μάζεψε (π.χ. έμασε όμπιο (=πύον) η πληγή) |
| Ερ’μος (επ.) Έρημος, αυτός που έμεινε μόνος του |
| Έργος (ο) Τεμάχιο του χωραφιού που δουλεύει κάποιος |
| Έχος (το) Αυτό που προορίζεται για κατοχή και όχι για κατανάλωση |
