| Θ’λυκώνω (ρ.) Θηλυκώνω, κουμπώνω Θ’λύκωμα (το) Κούμπωμα Θ’λύκι (το) Κουμπότρυπα |
| Θαλαπώνω (ρ.) Δέρνω, χτυπώ (π.χ. άμα έρθω εκεί θα σε θαλαπώσω) |
| Θαμάζω (ρ.) Θαυμάζω Θάμα (το) Θαύμα Θάμασμα (το) Θαυμασμός |
| Θαμπός (επ.) Θολός, ξεθωριασμένος Θαμπά (επίρ.) Μισοσκότεινα Θαμπωμάρα (η) Θολούρα Θαμπούτσικος (επ.) Ο κάπως θαμπός Θαμπούτσικα (επιρ.) |
| Θαμπούλα (η) Πρωί πρωί, πριν φέξει καλά |
| Θείτσα (η) Υποκοριστικό της λέξης θεία, ειρωνικός χαρακτηρισμός για κακοντυμένη γυναίκα (π.χ. ντύνεται σαν θείτσα) Θειτσούλα (η) Υποκοριστικό Θειάκω (η) Θεία |
| Θελός (επ.) Θολός Θελώνω (ρ.) Θολώνω |
| Θεριακλής (ο) Μανιώδης |
| Θεριός (επ.) Μεγαλόσωμος, θηριώδης |
| Θεριστής (ο) Ο Ιούνιος, ο μήνας του θερισμού |
| Θερμαίνομαι (ρ.) Έχω πυρετό, είμαι άρρωστος Θερμασιά (η) Θέρμη, πυρετός |
| Θέρμη (η) Θερμασιά, πυρετός |
| Θέρος (ο) Ο θερισμός, η χρονική περίοδος του θερισμού των σιτηρών |
| Θημωνιά (η) Στοίβα από θερισμένα σιτηρά ή άλλα φυτά τακτοποιημένα με σειρά Θημωνιάζω (ρ.) Φτιάχνω θημωνιά |
| Θράκα (η) Σωρός από αναμμένα κάρβουνα |
| Θραψερός (επ.) Τρυφερός |
| Θρεφτάρι (το) Το ζώο που θρέφεται με σκοπό την πάχυνση |
| Θυμητ’κό (το) Θυμητικό, μνημονικό, μνήμη |
| Θυμνιάμα (το) Θυμίαμα, λιβάνι |
