Οι πολύωρες βαριές χειρωνακτικές εργασίες στα χωράφια ή στα μαντριά δεν άφηναν πολύ χρόνο για ψυχαγωγία και διασκέδαση. Συνηθισμένη ψυχαγωγία ήταν το καφενείο. Μόνο οι άνδρες πήγαιναν στο καφενείο (για τις γυναίκες ήταν δυσπρόσιτη περιοχή) για να πιουν τον καφέ ή το ούζο τους και για να παίξουν τάβλι ή κολτσίνα[1].

Τα νυχτέρια αποτελούσαν συνηθισμένες ευχάριστες κοινωνικές συναντήσεις για χαλάρωση και ψυχαγωγία. Τα βράδια και αφού τακτοποιούσαν τα παιδιά και τα ζώα, μαζεύονταν σε ένα γειτονικό σπίτι για κάποιο σπιτικό κέρασμα και πολλή κουβέντα. Οι μουραπάδες[2] έδιναν και έπαιρναν. Πάντα υπήρχαν κάποιοι που είχαν το χάρισμα να διηγούνται όμορφα, να λένε ανέκδοτα και να κάνουν τους άλλους να γελάνε. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι άνθρωποι τότε δούλευαν σκληρά, είχαν φτώχεια, αλλά είχαν καλύτερη ψυχική ισορροπία, χωρίς το υπερβολικό άγχος της σύγχρονης εποχής. Πολλές φορές έρχονταν στο κέφι, οπότε τραγουδούσαν με το στόμα (ελάχιστοι είχαν γραμμόφωνα) και το έριχναν στο χορό.

Ιδιαίτερη ευκαιρία για τέτοιες συναντήσεις αποτελούσαν οι ονομαστικές γιορτές. Οι επισκέψεις αυτές ήταν αυθόρμητες και εγκάρδιες χωρίς το άγχος «θέλουμε ένα σωρό λεφτά για δώρα». Όταν μεταφέρθηκε και στα χωριά από τις πόλεις η συνήθεια προσφοράς δώρου κατά τις ονομαστικές γιορτές, τότε οι επισκέψεις περιορίστηκαν σημαντικά.

Ευκαιρίες για διασκέδαση όλων των κατοίκων του χωριού ήταν το Πάσχα μετά τον εσπερινό της Αγάπης, το Πανηγύρι της Αγίας Τριάδος, οι αρραβώνες και οι γάμοι (βλ. περισσότερα στο Κεφάλαιο 10 Λαογραφία).

[1]  Παιχνίδι με τράπουλα

[2]  Διηγήσεις, ιστορίες