Στις 24 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε νέο πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο Σουλτάνος επικαλέστηκε «την εξασφάλιση της ακεραιότητας της Τουρκίας», που αποφασίστηκε στη Συνθήκη των Παρισίων το 1856, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Ρωσία είχε εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας. Η Γαλλία ήταν εξαντλημένη. Η Αγγλία διαφωνούσε αλλά δεν διακινδύνευε πόλεμο κατά της Ρωσίας έχοντας εξασφαλίσει ελευθερία κινήσεων στην Αίγυπτο και στο Σουέζ. Τα ρωσικά στρατεύματα μετά από σκληρές μάχες εισήλθαν στις 8 Ιανουαρίου 1878 στην Αδριανούπολη.Σαν επακόλουθο της εξέλιξης των πολεμικών γεγονότων υπογράφτηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (προαστίου της Κωνσταντινούπολης) στις 19 Μαρτίου 1878. Σύμφωνα με αυτήν εξασφαλίστηκαν τα συμφέροντα της Ρωσίας στο Βόσπορο και στα Στενά. Επίσης ιδρύθηκε η μεγάλη Βουλγαρία και ανεξαρτητοποιήθηκαν η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία. Στη Συνθήκη αυτή δεν υπήρχε καμία διάταξη προς το συμφέρον της Ελλάδας. Απεναντίας, εξυπηρετούσε τα πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας.Η κατάσταση αυτή οδήγησε την Ελλάδα να βγει από την ουδετερότητά της. Η κοινή γνώμη από καιρό απαιτούσε από την κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες έδωσε εντολή στο στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο να περάσει τα σύνορα. Ο ελληνικός στρατός πέρασε τα σύνορα στις 2 Φεβρουαρίου 1878. Στο μεταξύ υπογράφτηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Επειδή απειλήθηκε γενική επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατά της Ελλάδας με απρόβλεπτες εξελίξεις και κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων ο Σούτσος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία.
Παρά την ανάκληση του τακτικού στρατού ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη έδωσε εντολή να αναζωπυρωθούν τα επαναστατικά κινήματα. Ο επιλοχίας Γεώργιος Λάιος παρέλαβε το λόχο του, που είχε επιστρέψει στη Λαμία και έσπευσε να συναντήσει το φίλο του επιλοχία Δημήτριο Τερτίπη. Τα δύο σώματα συναντήθηκαν στη Δραμπάλα. Στις 3 Φεβρουαρίου 1878 πέρασαν από τον Παλαμά Δομοκού και στις 4 το βράδυ έφτασαν στο Δερελί (Περιβόλι). Καθ’ οδόν ενισχύθηκαν και με άνδρες άλλων σωμάτων. Κατευθυνόμενοι προς τα Άγραφα κατέλαβαν το Σμόκοβο και τη Ρεντίνα. Στις 10 Φεβρουαρίου ύστερα από φονική μάχη κατέλαβαν τη Σέκλιζα (Καλλίθηρο Καρδίτσας). Άλλες σημαντικές μάχες έγιναν στο Μουζάκι (4/5 Μαρτίου) και στη Ματαράγκα Καρδίτσας (21 Μαρτίου). Στις 19 Απριλίου πήγαν στο Λουτρό Καρδίτσας, όπου το στρατηγείο των επαναστατών, δύο Άγγλοι αντιπρόσωποι οι οποίοι τους έπεισαν να αποσυρθούν με τη διαβεβαίωση ότι στο επικείμενο Συνέδριο του Βερολίνου θα υποστηρίξουν τα δίκαια των Ελλήνων.Αξίζει να αναφερθεί ότι τον Μάρτιο του 1878 στον Παλαμά Δομοκού σχηματίστηκε προσωρινή Διοίκηση Επαρχίας Δομοκού. Εξέδωσε δε προκήρυξη στην οποία αναφέρεται: «…Οι πρόκριτοι των περιχώρων Δομοκού ποθούντες την τακτοποίησιν και εξακολούθησιν της επαναστάσεως συνήλθον εν τω χωρίω Παλαμά και εξέλεξαν τους υποφαινομένους ως προσωρινήν διοίκησιν του τόπου. Εν μέσω κατανυκτικής τελετής υψώσαντες εν τω ναώ του Θεού την ιεράν σημαίαν ωρκίσθημεν ομοθύμως όπως αγωνιζόμενοι μέχρις εσχάτως αποκτήσωμεν την ελευθερίαν ή θυσιασθώμεν άπαντες υπέρ αυτής. Εν Παλαμά τη 7η Μαρτίου 1878. Η προσωρινή διοίκησις της επαρχίας Δομοκού. Δημήτριος Γ.Κόκκινος, Α.Καραμπότσης, Γεώργιος Καραγεώργος, Κωνσταντίνος Γκαρίκος, Βάγιας Χριστοδού-λου, Γεώργιος Ν.Σαΐτας, Χρήστος Κυρήτσης».
Οι αγώνες όμως αυτοί με τις θυσίες που τις συνόδευσαν έδωσαν σοβαρά επιχειρήματα ώστε η ελληνική διπλωματία να εκμεταλλευθεί τα θετικά γι’ αυτήν στοιχεία της συνθήκης του Βερολίνου του 1878 με τελικό αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, πλην της επαρχίας Ελασσόνας, και ενός τμήματος της Ηπείρου.Στις 13 Ιουνίου 1878 συνήλθε το Συνέδριο του Βερολίνου με σκοπό να δώσει λύση στην κρίση των Βαλκανίων. Πήραν μέρος Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία, Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία και Τουρκία. Στο Συνέδριο έγινε τελικά δεκτή ελληνική αντιπροσωπία υπό τον υπουργό εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη για να εκφράσει τις απόψεις μόνο για τα ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα. Κεντρικός άξονας των ελληνικών θέσεων ήταν η προσάρτηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Η Διάσκεψη τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης των ελληνοτουρκικών συνόρων. Παρέπεμψε όμως το ζήτημα σε απευθείας διαπραγματεύσεις των δύο κρατών και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας θα παρενέβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις.