Μεταξύ των κατοίκων του χωριού υπήρχαν ορισμένοι που είχαν το χάρισμα να συνθέτουν με ευκολία στιχάκια και ποιήματα. Τα θέματα φυσικά ήταν παρμένα από την καθημερινότητα του χωριού.

Ένας από αυτούς τους αυτοσχέδιους ποιητές ήταν ο Ευάγγελος Δ.Κούρτης, ένας άνθρωπος με ανοιχτή καρδιά και με το χαμόγελο πάντα στα χείλη. Ορισμένα ποιήματά του διασώθηκαν από στόμα σε στόμα. Ένα αναφέρεται στην ποιμενική ζωή.

Κάστρο, καστρί, καστράκι μου, καστρί μαρμαρωμένο.

Καστρί[1] μ’ μην είδες πρόβατα, Καστρί μ’ μην είδες γίδια.

Απ’ το Πυργάκι πέρασαν, στ’ς Αλαταργιές θα βγούνε

Κι εκεί έβγα Γιάννο[2] μου και περίμενέ τα.

Ένα άλλο αναφέρεται στη γερμανική κατοχή, τότε που οι Περιβολιώτες στο άκουσμα πως έρχονται Γερμανοί εγκατέλειπαν το χωριό και από φόβο έτρεχαν να κρυφτούν στα γειτονικά βουνά.

– Μάνα, φωνάζει το παιδί, περίμενε και μένα.

– Για περπάτα γιούλη[3] μου γιατί μας πήρε η μέρα.

Άλλοι πάνε κατ’ τη Φτελιά[4] κι άλλοι κατ’ το Γαβράκι

Κι αυτός ο Λίας Σαμαράς ούτε Γαβράκι ούτε Φτελιά

Ουδέ Βαρκό και Γιούρτια, στου Λιάσκα τα τσιατούρια πήγε.

 

Ένας άλλος είναι ο Ιωάννης Κ.Καρανίκας, ο οποίος εκτός από αυτοσχέδιος ποιητής ήταν και ο φωτογράφος του χωριού με πάρα πολλές φωτογραφήσεις στο ενεργητικό του. Ένα ποίημά του αναφέρεται στην Ελένη Δ.Μανιώτη.

Γεια σου γιαγιά Μανιώταινα με τα πολλά παιδιά σου

Αγγόνια και προσάγγονα που άφησες κοντά σου.

Μα τα παιδιά σ’ αγάπαγαν, σε ήθελαν κοντά τους

Μα συ τα γιδοπρόβατα, τα έκανες παιδιά σου.

– Όλοι σου λέγαν μάνα μου δώστα γιαγιά τα γίδια

Και τράβα τώρα στα παιδιά, νάσαι σωστή κυρία.

– Άντε παιδιά μου στο καλό κι εγώ στην μοναξιά μου

Λίγο τη φύση να χαρώ και να χαρεί η καρδιά μου.

Και ξαφνικά σε φώναξε ο χάρος μιαν ημέρα.

– Άστα γιαγιά και κάθισε για θάρθεις εδώ πέρα.

Το επόμενο ποίημα αναφέρεται στο χάρο.

Δυο αδέρφια είχαν μια αδερφή, στον κόσμο ξακουσμένη.

Τη ζήλευε η γειτονιά, τη ζήλευε κι η χώρα

Τη ζήλεψε κι ο χάρος και πάει να τήνε πάρει.

Στο σπίτι τρέχει και βροντά, σαν νάταν νοικοκύρης.

– Άνοιξε κόρη για να μπω, ‘τοιμάσου να σε πάρω.

– Άσε με χάρο άσε με

θαρθεί Σαββάτο να λουστώ την Κυριακή ν’ αλλάξω

Και τη Δευτέρα το ταχύ έρχομαι μοναχή μου.

Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει.

Να και τ’ αδέρφια έφτασαν ψηλά απ’ το κορφοβούνι

Το χάρο τον κυνήγησαν και γλίτωσαν την κόρη.

Το επόμενο αναφέρεται στον ιερέα Γεώργιο Καραγιώργο.

Δυο χρόνια είχαμε χωρίς παπά και ψάλτη

Και τότε αποφάσισε ο Δέσποτας να κάνει.

Τον Καραγιώργο ευλόγησε να γίνει πια παπάς μας

να ευλογεί στην εκκλησιά κι εμάς και τα παιδιά μας.

Μα το χωριό αρνήθηκε αυτή την εκκλησία

Τον Καραγιώργο βλέποντας να βλασφημεί τα θεία.

Κι απ’ το πολύ μας το κακό κι απ’ την απελπισία

Δέκα γριές ξεκίνησαν να πάν’ στην εκκλησία

Να τους ευλογήσει ο παπάς να δώσει την ευχή του.

– Χιλιόχρονες να γίνετε και νάρχεστε …

Κι απ’ το μαντήλι βγάλανε κάνα δεκάρι ‘κοσάρι

Στον παπά Γιώργη δίνανε να ευλογεί το στάρι.

Και τότε το κατάλαβε πως άλλο πια δεν πάει

Κι ο Δέσποτας ευλόγησε άλλον παπά να πάει.

– Μεγάλα τ’ αμαρτήματα που είχες παπά Γιώργη

Και ήρθες τώρα να σωθείς εδώ στο Περιβόλι

Κοίτα να εξομολογηθείς μπροστά στους χωριανούς σου

Και άσε όλα τα παλιά να σώσεις την ψυχή σου.

[1] Καστρί, Πυργάκι και Αλαταργιές είναι τοποθεσίες

[2] Εννοεί τον Ιωάννη Δελή

[3] Προσφώνηση, κάτι σαν το γιόκα μου

[4] Φτελιά, Γαβράκι, Βαρκό, Γιούρτια και Λιάσκα τσιατούρια είναι τοποθεσίες