Η καθημερινότητα των κατοίκων ήταν εξαρτημένη από τις γενικότερες συνθήκες. Η κλειστή κοινωνία του χωριού και οι πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής διευκόλυναν την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ των κατοίκων, της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, ιδίως κατά γειτονιά. Αυτό παρατηρούνταν και στην οικονομική ζωή. Δύο ή περισσότερες οικογένειες συνήπταν κολιγιές, συνεργασίες για τις εργασίες στα χωράφια. Ορισμένες ημέρες δούλευαν στα χωράφια του ενός, ορισμένες του άλλου κλπ.
Η έλλειψη πολλών μέσων, όπως σήμερα, έκαναν τη ζωή σκληρή και περιόριζαν τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων για ξεκούραση και διασκέδαση. Οι γεωργικές ή κτηνοτροφικές εργασίες διαρκούσαν όλη σχεδόν την ημέρα. Μέχρι την έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος και τη γενίκευση της μηχανοποιημένης καλλιέργειας δεν διευκολυνόταν η εργασία κατά την νύχτα. Έτσι οι νύχτες, ιδίως οι μακρές χειμωνιάτικες νύχτες, προσφέρονταν για ξεκούραση από τη σκληρή εργασία των άλλων εποχών του έτους.
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η γυναίκα είχε μεγαλύτερο μερίδιο εργασίας και ευθύνης στην οικογένεια. Την ημέρα συμμετείχε στις εξωτερικές εργασίες σε συνεργασία με τον άντρα της και το βράδυ έκανε τις δουλειές του νοικοκυριού και είχε την μεγαλύτερη ευθύνη ανατροφής των παιδιών. Το μαγείρεμα, το πλύσιμο των ρούχων και των οικιακών σκευών, το σκούπισμα του σπιτιού, το ζύμωμα και ψήσιμο ψωμιού ήταν σκληρές δουλειές, γιατί δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες, πλυντήρια, ηλεκτρικές σκούπες και οι άλλες οικιακές συσκευές.
Οι οικογένειες συνήθως ήταν πολυμελείς. Και αυτό αφ’ ενός γιατί έκαναν πολλά παιδιά (λόγω και του υψηλού ποσοστού βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας) αφ’ ετέρου συγκατοικούσαν με τους γονείς του ζευγαριού. Τα παιδιά όταν παντρεύονταν πήγαιναν σε δικό τους σπίτι. Παντρεύονταν κατά σειρά ηλικίας και προηγούνταν τα κορίτσια. Όταν παντρεύονταν ένα κορίτσι η οικογένειά του συμφωνούσε με την οικογένεια του γαμπρού και έδινε προίκα. Η προίκα μπορούσε να είναι χρήματα, χωράφια και ζώα. Οι γονείς έμειναν συνήθως με την οικογένεια του μικρότερου γιου.