Όταν έφτανε η ώρα να γεννήσει μια έγκυος γυναίκα έστελναν να φωνάξουν τη μαμή του χωριού να έρθει να την ξεγεννήσει. Για μαιευτήριο και γιατρό ούτε λόγος βέβαια να γίνεται. Στο Περιβόλι γνωστές μαμές ήταν η Σταθούλα σύζυγος Ιωάννου Κούτρα, η Καλλιόπη σύζυγος Κοσμά Νικολάου και η Βασιλική σύζυγος Κωνσταντίνου Καραχάλιου (του ράφτη). Ήταν σημαντικό να πέσει το ύστερο (ο πλακούντας και οι υμένες ύστερα από τον τοκετό). Μόλις έπεφτε το έπαιρναν και αφού έσκαβαν σε μια γωνία του σπιτιού το έριχναν μέσα.Η μητέρα, την ημέρα που έκλεινε σαράντα ημέρες από τη γέννηση, πήγαινε στην εκκλησία για να πάρει την ευχή, όπως συνέβη με τον Χριστό τη γιορτή της Υπαπαντής. Αυτό είναι παράδοση όχι μόνο χριστιανική αλλά και εβραϊκή και χάνεται στα βάθη των αιώνων.Ο θηλασμός ήταν μονόδρομος αφού παλιά δεν υπήρχαν άλλα γάλατα για τα μωρά όπως σήμερα. Τα παιδιά θήλαζαν για δύο και τρία χρόνια. Το μητρικό γάλα είναι ό,τι καλύτερο, σύμφωνα και με τα τελευταία πορίσματα της επιστήμης και τα έκανε πολύ ανθεκτικά στις αρρώστιες.Η βάφτιση είναι ένα μυστήριο και μια κοινωνική εκδήλωση, που γεμίζει χαρά κάθε οικογένεια που βαφτίζει ένα παιδί της. Παλιά γινόντουσαν πολλές βαφτίσεις στα χωριά, όπως και γάμοι. Σήμερα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Στα χωριά μας γίνονται πολλές κηδείες και μνημόσυνα και ελάχιστοι γάμοι και βαφτίσεις. Το πρώτο παιδί το βάφτιζε ο κουμπάρος που είχε στεφανώσει το ζευγάρι. Πολλές φορές ο ίδιος κουμπάρος ή μέλη της οικογένειάς του βάφτιζε όλα τα παιδιά. Αργότερα όμως σταμάτησε αυτό και βάφτιζε μόνο το πρώτο.Κάθε βάφτιση ήταν ένα γεγονός για το χωριό και ιδιαίτερα για τα παιδιά, που έπαιρναν χρήματα και από τον νουνό και από τους γονείς του παιδιού. Το παιδί το πήγαινε στην εκκλησία η μαμή. Αργότερα το πήγαινε η νουνά ή η γιαγιά ή κάποιος άλλος από την οικογένεια εκτός από την μητέρα και τον πατέρα, που έμεναν στο σπίτι. Τα παιδιά που βρίσκονταν στην εκκλησία, μόλις άκουγαν το όνομα του παιδιού από τον νουνό, έφευγαν τρέχοντας για το σπίτι της οικογένειας, που είχε τη βάφτιση για να πουν τα συχαρίκια στους γονείς, οι οποίοι τους έδιναν χρήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γονείς δεν ήξεραν ποιο όνομα θα έδινε ο νουνός. Αναφορικά με τα ονόματα των παιδιών, υπάρχει παράδοση, η οποία τηρείται γενικά μέχρι και σήμερα, να δίνονται τα ονόματα των παππούδων. Πρώτα έδιναν τα ονόματα των γονέων του άνδρα και μετά των γονέων της γυναίκας. Αυτό όμως δεν τηρούνταν πάντα. Υπήρχαν περιπτώσεις που για διαφόρους λόγους ο νουνός έδινε το δικό του όνομα ή άλλο άσχετο όνομα, το οποίο ήθελε αυτός.
Τα παιδιά αφού έδιναν τα συχαρίκια στους γονείς και έπαιρναν χρήματα γυρνούσαν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν το μυστήριο αλλά και να πάρουν χρήματα από τον νουνό. Πράγματι, με το τέλος της όλης τελετής εκείνος έβγαινε στην πόρτα της εκκλησίας κρατώντας στα χέρια του κέρματα (συνήθως πενηνταράκια και δεκάρες), τα οποία πέταγε ψηλά (αλεμούρια). Τα παιδιά προσπαθούσαν να πιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα στον αέρα ή στο δάπεδο.Όταν τελείωνε η βάφτιση γύριζαν όλοι στο σπίτι. Το παιδί από την εκκλησία στο σπίτι το πήγαινε ο νουνός, που το παρέδιδε στη μητέρα με τη φράση: «Σου το παραδίνω βαπτισμένο, μυρωμένο, στο Θεό παραδομένο». Ακολουθούσε γεύμα και γλέντι.Η κουμπαριά αποτελούσε μια δυνατή σχέση. Ο νουνός ανελάμβανε κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στο παιδί που βάφτιζε. Όταν μπορούσε έδινε στο βαφτιστήρι διάφορα δώρα. Το Πάσχα πήγαινε ή έστελνε κάποια δώρα (ρούχα ή παπούτσια) μαζί με λαμπάδα, συνήθως τη Μεγάλη Πέμπτη. Αυτά είναι γνωστά σαν «φωτίκια». Τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία τα δώρα του νουνού και τη λαμπάδα. Αυτό κρατούσε πολλές φορές μέχρι να μεγαλώσει το παιδί, ακόμα και μέχρι το γάμο του.Αν το βαφτιστήρι ήταν αγόρι, όταν ερχόταν η ώρα του γάμου, επισκεπτόταν τον νουνό για να του ζητήσει να το βαφτίσει ο ίδιος ή ένα μέλος της οικογένειάς του. Αργότερα, αυτό ατόνησε, γιατί επιλέγονται ως κουμπάροι φίλοι. Στην περίπτωση αυτή ζητάει την ευχή του νουνού.